Η Άννα Κομνηνή (1 Δεκεμβρίου1083 – 1153) ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα ιστορικός[5][6][7][8][9] Στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.[10]
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1083 στην Πορφύρα, το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννιούνταν τα παιδιά των αυτοκρατόρων και έτυχε επιμελέστατης μόρφωσης και παιδείας.[11] Το 1091 μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ ενώ, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα, το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο.
Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, οργάνωσε συνωμοσία κατά του νόμιμου διάδοχου, του αδελφού της Ιωάννη, η οποία απέτυχε εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να πάρει μέρος σε αυτήν.
Η ιστορικός
Το 1137, μετά τον θάνατο του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου, αποσύρεται στην Αγία Μονή της Κεχαριτωμένης, στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συνέγραψε μεταξύ του 1137 και του 1148 την Αλεξιάδα, σε 15 βιβλία (κεφάλαια). Στο έργο της κατέγραψε την ιστορία του πατέρα της Αλεξίου Α΄ μεταξύ 1069 και 1118. Η γλώσσα και η μορφή του κειμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του αττικισμού. Το έργο της αποτελεί σημαντική πηγή για την Α΄ Σταυροφορία και είναι επίσης πολύτιμο για τις γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες που περιέχει.
Πέθανε μετά το 1148, αλλά άγνωστο ακριβώς πότε. Από την Αλεξιάδα φαίνεται ότι ζούσε μέχρι και το 1148, οπότε είναι πιθανό ότι πέθανε λίγο αργότερα, το 1149 ή το 1153 ή το 1154. Τάφηκε κοντά στον πατέρα της, στη Μονή Παμμακάριστου.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε αφιερώσει στην Άννα Κομνηνή το ομώνυμο ποίημα, δημοσιευμένο το 1920.