Αιθανολαμίνη
Η αιθανολαμίνη (αγγλ. ethanolamine), αλλιώς 2-αμινοαιθανόλη ή μονοαιθανολαμίνη, είναι οργανική χημική ένωση με το χημικό τύπο HOCH2CH2 ΝΗ2 (C2H7ΝΟ).[1] Το μόριο της αιθανολαμίνης είναι διλειτουργικό, που περιέχει τόσο μία πρωτοταγή αμίνη όσο και μία πρωτοταγή αλκοόλη. ΧαρακτηριστικάΗ αιθανολαμίνη είναι ένα άχρωμο, ιξώδες υγρό με χαρακτηριστική οσμή που μοιάζει με αμμωνία.[2][3] Τα παράγωγά της είναι ευρέως διαδεδομένα, λ.χ. λιπίδια, ως πρόδρομος μιας ομάδας ακυλαιθανολαμινών (NAEs), που διαμορφώνουν διάφορες βιοχημικές διεργασίες ζώων και φυτών, λ.χ. βλάστηση σπόρων, ανάπτυξη χλωροπλαστών και ανθοφορία,[4] καθώς και πρόδρομη σε συνδυασμό με αραχιδονικό οξύ (C20H32 O2 20: 4, ω-6 ), για να σχηματίσει το ανανδαμίδιο.[5] ΑμινοαλκοόλεςΟι αιθανολαμίνες περιλαμβάνουν μια ομάδα αμινοαλκοολών. Μια κατηγορία αντιισταμινών αναγνωρίζεται ως αιθανολαμίνες, και περιλαμβάνει τις ενώσεις: καρβινοξαμίνη, κλεμαστίνη, χλωροφαινοξαμίνη, διφαινυδραμίνη και δοξυλαμίνη.[6] Βιομηχανική παραγωγήΗ μονοαιθανολαμίνη παράγεται με χημική επεξεργασία του αιθυλενοξειδίου με υδατικό διάλυμα αμμωνίας. Η αντίδραση αποδίδει επίσης διαιθανολαμίνη και τριαιθανολαμίνη. Η αναλογία των προϊόντων μπορεί να ελεγχθεί με στοιχειομετρία των αντιδρώντων μερών.[7] ΒιοχημείαΗ αιθανολαμίνη είναι η δεύτερη κυριότερη χημική ομάδα για φωσφολιπίδια, τις ουσίες δηλαδή που βρίσκονται σε βιολογικές μεμβράνες, ιδιαίτερα των προκαρυωτικών, λ.χ. φωσφατιδυλαιθανολαμίνη. Απαντάται επίσης σε μόρια χημικών αγγελιοφόρων, όπως λ.χ. το παλμιτοϋλαιθανολαμίδιο, το οποίο έχει επίδραση στους υποδοχείς CB1.[8] ΧρήσειςΗ αιθανολαμίνη ονομάζεται συνήθως μονοαιθανολαμίνη (αγγλ. ΜΕΑ) για να ξεχωρίζει από τη διαιθανολαμίνη (αγγλ. DEA) και την τριαιθανολαμίνη (αγγλ. ΤΕΑ). Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή απορρυπαντικών, γαλακτωματοποιητών, στιλβωτικών, φαρμακευτικών προϊόντων, αντιδιαβρωτικών και ενδιάμεσων ενώσεων.[2] Για παράδειγμα, η αντίδραση της αιθανολαμίνης με αμμωνία παράγει την αιθυλενοδιαμίνη που είναι πρόδρομος ένωση για το ευρέως χρησιμοποιούμενο χηλικό, το αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ (EDTA).[7] Παραπομπές
|