ΑμυλάσηΜε τον όρο αμύλαση περιγράφεται το ένζυμο που μπορεί να αποικοδομεί το άμυλο σε υδατάνθρακες με μικρότερο μήκος αλυσίδας. Η διάσπαση του αμύλου από τις αμυλάσες γίνεται με υδρόλυση των γλυκοζιτικών δεσμών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολυσακχαρίτες, ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες και τελικά γλυκόζη. Η αμυλάση είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε αρκετά όργανα του σώματος από τα οποία τα κυριότερα είναι οι σιελογόνοι αδένες, τα νεφρά και τα όργανα του πεπτικού συστήματος. Αιτίες υψηλής αμυλάσης στο πλάσμα είναι η οξεία παγκρεατίτιδα, η κατανάλωση αλκοόλ, η χολοκυστίτιδα, η νόσος της χοληδόχου κύστης, η εντερική απόφραξη, η απόφραξη παγκρεατικού πόρου καθώς και ο καρκίνος, όπως για παράδειγμα ο καρκίνος του παγκρέατος. Οι φυσιολογικές τιμές της αμυλάσης στο αίμα είναι 60-120 U/ml[1]
ΤαξινόμησηΩς προς το μηχανισμό δράσης οι αμυλάσες είναι δύο ειδών:
Η λειτουργία της αμυλάσηςΚαι η παγκρεατική αλλά και η αμυλάση των σιελογόνων αδένων έχουν παρόμοιες λειτουργίες. Και τα δυο ένζυμα ενεργοποιούνται σε ένα ελαφρώς όξινο pH και μπορούν να διασπάσουν το άμυλο πολύ γρήγορα, καθώς έχουν την ικανότητα να προσδένονται σε οποιοδήποτε μέρος του υποστρώματος. Στους ανθρώπους η πέψη του αμύλου γίνεται σε δύο διαφορετικά ξεχωριστά στάδια. Αρχικά, η σιελική αμυλάση προκαλεί μερική διάσπαση στα πολυμερή αμύλου. Στη συνέχεια, όταν το μίγμα φτάσει στο λεπτό έντερο, τότε υδρολύεται εκτενώς σε μικρότερα κομμάτια ολιγοσακχαριτών, όπως η γλυκόζη. Η διαφορά της λειτουργίας των αμυλάσων μπορεί να οφείλεται στη διαφορετική θέση ενεργοποίησης των δυο ενζύμων. Η αμυλάση του πλάσματος προέρχεται κυρίως από το πάγκρεας (P – ισοαμυλάση) και τους σιελογόνους αδένες (S - ισοαμυλάση). Η αμυλάση προσδιορίζεται στα ούρα και στο αίμα για τη διάγνωση της οξείας παγκρεατίτιδας. Για τη διάγνωση αυτής της ασθένειας προτιμάται η μέτρηση της δραστικότητας της P-ισοαμυλάσης του πλάσματος, αν και αρκετά αξιόπιστη κρίνεται και η μέτρηση της ολικής αμυλάσης. Η δραστικότητα της αμυλάσης του πλάσματος σε τιμές δεκαπλάσιες της φυσιολογικής τιμής, αποδεικνύει την εμφάνιση της οξείας παγκρεατίτιδας. Πολύ υψηλές τιμές που ξεπερνούν πέντε φορές την ανώτερη τιμή του εύρους αναφοράς, παρουσιάζονται στο 50% των περιπτώσεων, όπως στις μεσεντερικές αποφράξεις, στις ασθένειες οξείας απόφραξης της χολικής οδού, αλλά και στην οξεία παρωτίτιδα. Μικρότερες και πιο σπάνειες αυξήσεις μπορούν να εμφανιστούν σχεδόν σε κάθε οξεία κοιλιακή κατάσταση ή μετά από ένεση μορφίνης και άλλων φαρμάκων που προκαλούν σπασμούς στο σφιγκτήρα του Oddi. Η αμυλάση στον ορό αρχίζει να αυξάνεται 2-12 ώρες από την έναρξη της φλεγμονής και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να παραμείνει αυξημένη για 3-5 μέρες. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της αμυλάσης είναι 130 λεπτά και το 24% αυτής αποβάλλεται ακέραιο από τους νεφρούς, ενώ το άλλο καθαιρείται μέσω ενός εξωνεφρικού μηχανισμού. Η αμυλάση μπορεί να μετρηθεί σε πρωινά ούρα ή ούρα τυχαίας συλλογής. Τα ούρα μπορούν να συντηρηθούν για 2 ημέρες σε θερμοκρασία δωματίου, για 7 ημέρες σε ψύξη και για ένα μήνα σε κατάψυξη (- 20ο C). Τιμές αναφοράςΟρός ή πλάσμα: 0 – 110 U/L Παθήσεις που αυξάνουν την αμυλάση στον ορό και στα ούρα
Παθήσεις που μειώνουν την αμυλάση στον ορό και στα ούρα
Ο προσδιορισμός της αμυλάσης στον ορό και τα ούραΟ προσδιορισμός της αμυλάσης είναι απαραίτητος για τη διάγνωση της οξείας παγκρεατίτιδας ή άλλων παγκρεατικών νοσημάτων. Ο ασθενής καταφθάνει στο νοσοκομείο με συμπτώματα κοιλιακού άλγους, ανορεξίας, απώλειας όρεξης ή ναυτίας. Η διάγνωση και ο προσδιορισμός της βαρύτητας της νόσου γίνειται με τη μέτρησης της αμυλάσης στον ορό και τα ούρα. Η μέθοδος προσδιορισμού της αμυλάσης CNP-G3Χρησιμοποιείται το υπόστρωμα 2-χλωρό-ρ-νιτροφαινύλ-α-D-μαλτοτριοζίδιο (CNP-G3). Η παρουσία του ενζύμου αμυλάση καταλύει την υδρόλυση του υποστρώματος CNP-G3 προς σχηματισμό έγχρωμης ένωσης 2-χλωρό-4 νιτροφαινόλη (CNP). Η αύξηση της απορρόφησης στα 405 nm είναι ανάλογη της δραστικότητας της αμυλάσης στο δείγμα. Σε περίπτωση που χρησιμοποιηθούν ούρα, θα πρέπει να γίνει αραίωση με απεσταγμένο νερό σε αναλογία 1 μέρος ούρα με 2 μέρη απεσταγμένο νερό.[2] Οδηγίες για τη δειγματοληψίαΣε περίπτωση λήψης δείγματος αίματος μετά από φλεβοπαρακέντηση δε θα πρέπει το αντιπηκτικό που βρίσκεται στο σωληνάριο να περιέχει κιτρικό οξύ, διότι η αμυλάση περιέχει ασβέστιο και το κιτρικό οξύ έχει την ικανότητα να δεσμεύει το ασβέστιο, με αποτέλεσμα να δίνει ψευδώς χαμηλά αποτελέσματα.
Υπάρχουν κάποια φάρμακα τα οποία επηρεάζουν την αμυλάση και δίνουν ψευδώς αυξημένα αποτελέσματα. Αυτά τα φάρμακα είναι τα εξής:
ΧρήσειςΟι αμυλάσες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πρόσθετα σε τρόφιμα, και αναγράφονται με τον κωδικό Ε1100. Βρίσκουν εφαρμογή στην παρασκευή ψωμιού για τη μερική διάσπαση του αμύλου που υπάρχει στο αλεύρι προς απλούστερα σάκχαρα. Οι ζυμομύκητες που αποτελούν τη μαγιά μπορούν μετά να τραφούν με αυτά τα σάκχαρα, τα οποία μεταβολίζουν σε αιθανόλη και διοξείδιο του άνθρακα (ζύμωση). Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη γλυκιάς γεύσης και η διόγκωση του ψωμιού κατά το ψήσιμο. Αμυλάσες προστίθενται ως συστατικά και σε καθαριστικά ή απορρυπαντικά για να διευκολύνουν τη διάσπαση υπολειμμάτων ή λεκέδων από αμυλούχες τροφές. Παραπομπές
Πηγές
|