Βάλτερ Μπλούμε
Ο Βάλτερ Μπλούμε (Ντόρτμουντ, Γερμανία, 23 Ιουλίου 1906 – Ντόρτμουντ, Δυτική Γερμανία, 13 Νοεμβρίου 1974) ήταν Γερμανός μεσαίας κλίμακας αξιωματούχος διοικητής του επίλεκτου σώματος των SS και επικεφαλής της Ειδικής Ομάδας Sonderkommando 7a, η οποία ήταν μέρος της ομάδας καταδρομών εξόντωσης Einsatzgruppe B. Η μονάδα διέπραξε τις δολοφονίες χιλιάδων Εβραίων στη Λευκορωσία και στη Ρωσία. Ο Μπλούμε ήταν υπεύθυνος για την απέλαση πάνω από 46000 Ελλήνων Εβραίων στο Άουσβιτς. Αν και μετά την ήττα της Γερμανίας και το τέλος του πολέμου συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη δύο φορές με βαρύτατες κατηγορίες, εντούτοις την πρώτη φορά η καταδίκη σε θάνατο μετατράπηκε σε κάθειρξη 25 ετών (έκτιση μόνο 10) και τη δεύτερη φορά απορύσθηκαν οι κατηγορίες. Πρώιμα χρόνιαΟ Μπλούμε γεννήθηκε στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας σε Προτεσταντική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και κατείχε διδακτορικό στη νομική. Ο Βάλτερ φοίτησε επίσης νομική στα Πανεπιστήμια της Βόννης, της Ιένας και του Μύνστερ, περνώντας με επιτυχία τις εξετάσεις του δικηγορικού σώματος και αποκτώντας το διδακτορικό του στη νομική από το Πανεπιστήμιο των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης τον Απρίλιο του 1933. Την 1η Μαρτίου 1933, προσλήφθηκε ως Αστυνομικός Επιθεωρητής στο Ντόρτμουντ, υπηρετώντας υπό τον Γουίλχελμ Σίπμαν, και έγινε μέλος της SA και του Ναζιστικού Κόμματος (αριθμός μέλους 3,282,505) την 1η Μαΐου 1933.[1] Το 1934 μεταφέρθηκε στην Πρωσική Μυστική Κρατική Υπηρεσία (γνωστή ως Γκεστάπο), όπου εργάστηκε για την SD. Στις 11 Απριλίου 1935, καταγράφηκε στις τάξεις των SS (αριθμός μέλους 267,224) και εντάχθηκε στο προσωπικό του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA).[1] Κερδίζοντας την προσοχή των ανωτέρων του, το 1939 διορίστηκε Επικεφαλής του Προσωπικού της Γκεστάπο, όπου μέχρι το 1941 υπηρέτησε στα γραφεία των Χάλλε, Αννόβερου και Βερολίνου. Καριέρα στην ΓκεστάποΤον Μάρτιο του 1941, ο Μπλούμε μετακινήθηκε στο Ντούμπεν όπου ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή, την αναδιοργάνωση και την επιλογή του εξοπλισμού των ομάδων των Einsatzgruppen. Τον Μάιο ανέλαβε την ηγεσία της ομάδας Sonderkommando 7a, η οποία αποτελούσε μέρος της ομάδας Einsatzgruppe B (υπό τον Άρτουρ Νίμπε), και ανατέθηκε στην 9η Στρατιά, η οποία ήταν μέρος της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941. Ο Μπλούμε είχε ενημερωθεί προσωπικά από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ πως εκείνος και οι 91 άντρες που βρίσκονταν υπό τη διοίκησή του είχαν μόνο μία δουλειά: την Judenvernichtungsbefehl (διαταγή εξόντωσης των Εβραίων). Ο Χάιντριχ το είχε κάνει ξεκάθαρο πως αυτή ήταν διαταγή του Χίτλερ.[2] Δράση σε Λευκορωσία και ΡωσίαΟ Μπλούμε και η ομάδα του λεηλάτησαν την περιοχή της Λευκορωσίας (Βίτσεμπσκ) και μέρη της δυτικής Ρωσίας (Κλίντσι, Νέβελ, Σμολένσκ) σκοτώνοντας, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941, 1517 Εβραίους για τους οποίους ο ίδιος ο Μπλούμε κράτησε προσεκτικά αρχείο.[3] Στις 26 Ιουλίου 1941, ο Μπλούμε συμμετείχε στη δολοφονία 27 Εβραίων, οι οποίοι εκτελέστηκαν στον δρόμο.[4] Ο ίδιος ο Μπλούμε πυροβόλησε έναν απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων εξ επαφής με περίστροφο. Προετοίμασε επίσης το σώμα εξόντωσης για μία επιχείρηση στη Μόσχα όταν η πόλη κατακτήθηκε, αλλά τελικά αυτή η επιχείρηση δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Μπλούμε παρέμεινε στη διοίκηση της Sonderkommando 7a μόνο μέχρι τις 17 Αυγούστου 1941, όπου τον διαδέχθηκε ο Γουτζίν Στάιμπλε. Φαίνεται πως καλέστηκε πίσω στο Βερολίνο λόγω της απροθυμίας του να πυροβολεί γυναίκες και παιδιά, κάτι που οδήγησε στο να αποκτήσει ανάμεσα στους συναδέλφους SS αξιωματικούς τη φήμη πως είναι «αδύναμος και γραφειοκρατικός».[2] Πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια ως υπεύθυνος του γραφείου της Γκεστάπο στο Ντύσσελντορφ. Αργότερα, κατά τις ένορκες γραπτές του καταθέσεις, ο Μπλούμε δήλωσε:
Αν και ο Μπλούμε κατά τη διάρκεια της δίκης επέμεινε πως οι διαταγές του Φύρερ τον γέμιζαν αποστροφή, αναφέρθηκε πως μετά από κάθε εκτέλεση ανακοίνωνε στο εκτελεστικό απόσπασμα:
Δράση στην ΕλλάδαΣτα τέλη του 1943, ο Μπλούμε προάχθηκε σε SS-Standartenführer και ορίστηκε ως επικεφαλής διοικητής της Ειδικής Αστυνομίας Sicherheitspolizei (SiPo) στην Αθήνα, μαζί με τον Hauptsturmführer Άντον Μπέργκερ, κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μεταξύ Οκτωβρίου 1943 και Σεπτεμβρίου 1944, ο Μπλούμε διαχειρίστηκε, υπό τις οδηγίες του Άντολφ Άιχμαν, την απέλαση περισσοτέρων από 46000 Ελλήνων Εβραίων, η πλειοψηφία των οποίων ήταν από Θεσσαλονίκη, μαζί με περίπου 3000 από τις περιοχές των Ρόδου, Κω, Αθήνας, Ιωαννίνων και Κέρκυρας, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Ο Μπλούμε επιβράβευε τους υφισταμένους του, συμπεριλαμβανομένου και του Άντον Μπέργκερ, με χρυσά νομίσματα, κοσμήματα και καλά ρούχα, τα οποία έκλεβε από τα θύματα της απέλασης.[2] Στα μέσα του 1944, ο Μπλούμε απέκτησε μια κάποιου είδους φήμη ανάμεσα στους Ναζί συναδέλφους του για την πρότασή του «Διατριβή του Χάους» (Chaos Thesis), όπου υποστήριζε πως αν οι Γερμανοί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις κατεχόμενες περιοχές, θα έπρεπε να ανατινάζουν εργοστάσια, λιμάνια και άλλες εγκαταστάσεις. Θα έπρεπε επίσης να συλλαμβάνουν και να εκτελούν ολόκληρες πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας, αφήνοντας τη χώρα σε κατάσταση αναρχίας. Ο Μπλούμε πρότεινε επίσης να στέλνουν όλους τους υγιείς, αρτιμελείς και σωματικά ικανούς άντρες του πληθυσμού της Αθήνας σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία, με σκοπό να τους αποτρέψουν από το να γίνουν αντάρτες. Ο Χέρμαν Νόιμπαχερ από το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας δεν εξέλαβε ευνοϊκά αυτή την πρόταση, ωστόσο ο Μπλούμε προχώρησε με τα σχέδιά του συλλαμβάνοντας Έλληνες πολιτικούς και στέλνοντάς τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1944, ο Νόιμπαχερ διέταξε τον Μπλούμε να παύσει τις «επιχειρήσεις χάους» και στις 7 Σεπτεμβρίου ο Ερνστ Κάλτενμπρουνερ τον διέταξε να εγκαταλείψει την Ελλάδα.[2] Όταν οι Ναζί έφυγαν από την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1944, η χώρα θεωρείτο Judenfrei («ελεύθερη από Εβραίους») και ο Μπλούμε επέστρεψε στο αρχηγείο του RSHA στο Βερολίνο. Καταδίκη της ΝυρεμβέργηςΤο 1945, ο Μπλούμε συνελήφθη στο Σάλτσμπουργκ από Αμερικανούς και στάλθηκε στη Φυλακή του Λάντσμπουργκ. Δικάστηκε για τα εγκλήματά του στη δίκη των Einsatzgruppen, με τις κατηγορίες να συμπεριλαμβάνουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και συμμετοχή σε τρεις εγκληματικές οργανώσεις (SS, SD και Γκεστάπο).[8] Το κατηγορητήριο διευκρίνησε την άμεση ευθύνη του Μπλούμε για τη δολοφονία 996 ανθρώπων μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του 1941.[9] Όσον αφορούσε το κίνητρό του για τη βοήθειά του στη διάπραξη του Ολοκαυτώματος, ο Μπλούμε είπε πως θαύμαζε, λάτρευε και προσκυνούσε τον Χίτλερ επειδή ο Χίτλερ είχε επιτύχει όχι μόνο στην εγχώρια αναμόρφωση της Γερμανίας, όπως ο ίδιος το ερμήνευσε, αλλά πέτυχε στο να νικήσει την Πολωνία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και άλλες χώρες. Για τον Μπλούμε, αυτές οι επιτυχίες ήταν απόδειξη μιας μεγάλης αρετής του Χίτλερ και πίστευε πως ο Χίτλερ «είχε μία τεράστια αποστολή για τον Γερμανικό λαό». Ο δικηγόρος του Μπλούμε, Δρ. Γκάνθερ Λάμερτ, συγκέντρωσε ένορκες γραπτές καταθέσεις για τον χαρακτήρα του Μπλούμε περιγράφοντάς τον ως ειλικρινή, καλό χαρακτήρα, ευγενικό, ανεκτικό και με αίσθημα δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο εξέφρασε «λύπη που ένα άτομο με τόσες εξαιρετικές ηθικές αξίες έπρεπε να πέσει στην επιρροή του Αδόλφου Χίτλερ».[10] Στις 10 Απριλίου 1948, ο Μπλούμε καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού, αλλά σε μία ακρόαση αμνηστίας το 1951, η καταδίκη μετατράπηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη με βάση τη σύσταση του Αμερικανού νομικού Ντέιβιντ Πεκ, η οποία έφερε το όνομα «Πλαίσιο Πεκ». Ο Μπλούμε απελευθερώθηκε το 1955 έπειτα από την έκτιση μόνο δέκα χρόνων της ποινής του. Δεύτερη δίκηΜετά το 1957, ο Μπλούμε εργάστηκε ως επιχειρηματίας στην κοιλάδα του Ρουρ. Ξαναπαντρεύτηκε το 1958 και απέκτησε έξι παιδιά (τα δύο υιοθετημένα). Το 1968, συνελήφθη και δικάστηκε ξανά από ένα κρατικό δικαστήριο στη Βρέμη, μαζί με τον υφιστάμενό του Obersturmführer Φρίντριχ Λίνμαν, για κατηγορίες που σχετίζονταν με την απέλαση Εβραίων από την Ελλάδα. Παρά τα σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του, στις 29 Ιανουαρίου 1971 αποσύρθηκαν όλες οι κατηγορίες.[11] Ο Μπλούμε απεβίωσε το 1974 σε ηλικία 68 ετών. Το 1997, ανακαλύφθηκε μία κρύπτη στη Βραζιλία την οποία είχε στην κατοχή του ένας ενεχυροδανειστής και συγγενής του Μπλούμε, ο Άλμπερτ Μπλούμε, μέσα στην οποία υπήρχαν ρολόγια πολυτελείας, δαχτυλίδια, ράβδοι χρυσού και χρυσά δόντια συνολικής αξίας περίπου $4 εκατομμυρίων, μαζί με έγγραφα και προαγωγές της Γκεστάπο, τα οποία άνηκαν στον Συνταγματάρχη Βάλτερ Μπλούμε.[12] Επιπλέον παραθέματα
Παραπομπές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|