Γενιά του '30Γενιά του '30 ή Γενιά του 1930 ονομάστηκε η γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών, οι οποίοι γεννημένοι στις αρχές του 20ού αιώνα, βρέθηκαν τη δεκαετία του 1930 στην απαρχή ή στο αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας τους. Πεζογράφοι, ποιητές και εικαστικοί καλλιτέχνες μοιράζονται μια επείγουσα μέριμνα: να δημιουργήσουν έναν ελληνικό μοντερνισμό, που θα υποστηρίζεται από μια ευρεία γνώση και εποπτεία των ευρωπαϊκών εξελίξεων καθώς και από μια νέα προσέγγιση της διαχρονικής τους παράδοσης[1]. Οι δημιουργοί αυτής της περιόδου συνδέονται από κοινά χαρακτηριστικά στη θεματολογία και στους τρόπους έκφρασης, αλλά και από το γενικότερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Η γενιά αυτή έδωσε πολύ σημαντικά έργα και σε αυτήν οφείλονται τα δύο βραβεία Νόμπελ λογοτεχνίας της Ελλάδας. ΟρισμόςΣτη λογοτεχνία, όπως και σε όλες τις τέχνες γενικότερα, η «γενιά» δεν ξεπερνά ορισμένα χρονικά όρια, όπως «η σχολή», και οι εκπρόσωποί της έχουν την ίδια πάνω-κάτω ηλικία, με διαφορά μεταξύ τους συνηθέστερα μικρότερη από μια πενταετία και οπωσδήποτε όχι μεγαλύτερη από δεκαετία. Γιατί εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της, διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν τον ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την περίοδο στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό και ιδίως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά.[2][3] Ο όρος «Γενιά του '30» πρωτοχρησιμοποιήθηκε με κάπως αόριστο περιεχόμενο από τον Γιώργο Θεοτοκά και το περιβάλλον των διανοουμένων γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής Τα Νέα Γράμματα. Το 1962 ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης — ο κριτικός της Γενιάς του '30 — χρησιμοποιεί τον όρο, καθιερώνοντάς τον, στο βιβλίο του Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του '30. Τα χαρακτηριστικάΗ γενιά αυτή συγχρονίστηκε με τις νέες φόρμες που παρουσιάζονταν στη δυτική Ευρώπη, ο υπερρεαλισμός με τον ελεύθερο στίχο του στην ποίηση, το μυθιστόρημα στην πεζογραφία. Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν γύρω από τη χρονολογία αυτή ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, «η οποία στα χρόνια 1920-1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη ζωή της μίζερης φτωχογειτονιάς».[4] Το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας με τη μικρασιατική καταστροφή, τους ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουν την ελληνικότητα. Ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη προσπάθησαν και πέτυχαν να συγκεράσουν με τρόπο ελληνικό τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσουν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους. Η Γενιά του '30 ανακάλυψε, θαύμασε και αγάπησε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, από την ντοπιολαλιά μέχρι τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους. Στην ποίησηΣτην ποίηση της δεκαετίας του 1930 βρίσκουμε τα πρώτα βήματα της αλλαγής που θα φέρει αυτή η γενιά στη λογοτεχνία. Από τη Γαλλία έρχεται το νέο κίνημα, ο υπερρεαλισμός, που θα γίνει το όχημα μέσω του οποίου θα εκφραστούν οι ποιητές που θα αποτελέσουν τη γενιά του 1930. Οι πιο αποφασιστικές κινήσεις στην πορεία της αλλαγής στην ποίηση ήταν:
Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σεφέρης, εκδίδει την ποιητική του συλλογή Στροφή, η οποία αν και στο μεγαλύτερο μέρος αποτελεί κλασική ποίηση, έχει όμως και ποιήματα με υπερρεαλιστική διάθεση.
Ο Κωνσταντίνος Δημαράς, εστιάζοντας πολύ νωρίς στο βασικό χαρακτηριστικό τής νέας ποίησης που παρουσίαζε η γενιά τού '30 (η οποία δεν είχε αποκρυσταλλώσει ακόμη πλήρως τα στοιχεία της), το προσδιόρισε ως «καλλιέργεια του λυρισμού». Ο νέος αυτός λυρισμός είχε πλέον ως επίκεντρο τη λέξη, την οποία θεωρούσε αυτόνομα, αναζητώντας τους βέλτιστους φθογγολογικούς και ψυχολογικούς συνειρμούς που ανακαλεί. Αν και η λεξιθηρία, η ελλειπτική διατύπωση και ο υποβιβασμός τού ορθολογισμού υπήρχαν και σε προγενέστερα στάδια της ελληνικής λογοτεχνίας, σε αυτή τη γενιά θεωρούνται χαρακτηριστικά τής «καθαρής λογοτεχνίας».[5] Σημαντικότεροι εκπρόσωποι και εκφραστές αυτής της γενιάς θεωρούνται οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νικήτας Ράντος, Γιώργος Σαραντάρης, Δημήτρης Αντωνίου, Αναστάσιος Δρίβας, Θεόδωρος Ντόρρος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καββαδίας και Νίκος Γκάτσος. Επίσης σημαντικοί συνθέτες που μελοποίησαν αυτά τα ποιήματα είναι οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις, γεννημενοι εκείνη τη περίοδο. Στην πεζογραφίαΌσον αφορά την πεζογραφία, οι λογοτέχνες άρχισαν να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές φόρμες της νουβέλας και του διηγήματος, για να μπορέσουν μέσα από τη φόρμα του μυθιστορήματος να ανιχνεύσουν ψυχολογικές καταστάσεις συνθετότερες, να περιγράψουν σοβαρότερα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα. Ταυτόχρονα έκαναν τομή στο ύφος και στη γλώσσα, υιοθετώντας την απλή δημοτική, και πολλές φορές την ντοπιολαλιά. Το 1933 μπορεί να θεωρηθεί η χρονιά–σταθμός στην νεοελληνική πεζογραφία για το μυθιστόρημα. Αυτή τη χρονιά εμφανίστηκαν σημαντικά μυθιστορήματα, ίσως τα σημαντικότερα, της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Θεοτοκάς αναφέρεται σε αυτήν τη χρονιά σαν τη χρονιά της απότομης και πολύμορφης ανάπτυξης του μυθιστορήματος. Αυτόν τον χρόνο κυκλοφόρησαν Οι δεσμώτες του Άγγελου Τερζάκη, ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση, η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια του Στράτη Μυριβήλη, και άλλα. Ο Ανδρέας Καραντώνης και πάλι, σε άρθρο του στο περιοδικό Νέα Γράμματα το 1935 επισημαίνει ότι «η λογοτεχνική μορφή που δυνατώτερ' από κάθε άλλη κεντρίζει σήμερα προς την πρωτότυπη εργασία τις μυστικές λαχτάρες των νέων είναι το μυθιστόρημα. Τέτοιος είναι ο εκδοτικός οργασμός από την πληθωρική συγγραφή μυθιστορημάτων ώστε έχει κανείς την εντύπωση πως για πρώτη φορά στην Ελλάδα πάει να γίνει από αχρησιμοποίητο σχήμα, σώμα με βάρος, με αφή και με δυναμική ενέργεια».[6] Ο Καραντώνης διακρίνει ήδη τη φιγούρα του νέου πεζογράφου, που ασχολούμενος με το μυθιστόρημα προσπαθεί να γνωρίσει τον άνθρωπο της πατρίδας του. Από τον άνθρωπο να περάσει στην κοινωνική του θέση, από την κοινωνία στη φύση και στην ιστορία του τόπου του. Στυλοβάτες της γενιάς αυτής θεωρούνται οι Φώτης Κόντογλου, Θράσος Καστανάκης, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Κοσμάς Πολίτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Άγγελος Τερζάκης, και ο νεαρότερος όλων, Παντελής Πρεβελάκης. Στη ζωγραφικήΜετά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη Μικρασιατική Καταστροφή, δημιουργήθηκαν μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις τέχνες και τον εικαστικό κόσμο. Οι καλλιτέχνες παρακολουθούσαν τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις στον διεθνή χώρο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω των καλλιτεχνικών περιοδικών: ο «20ός Αιώνας» (1933) που εξέδιδε ο Μιχάλης Τόμπρος, το «Τρίτο Μάτι» (1935) από μία ομάδα φίλων που δίνουν το στίγμα της εποχής (Σ. Δούκας, Δ. Πικιώνης, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σπ. Παπαλουκάς, Σ. Καραντινός, Τ. Παπατσώνης, Μ. Τόμπρος και Ά. Θεοδωρόπουλος) και η εφημερίδα «Τέχνη» (1938). Μέσα σε αυτό το κλίμα κορυφώνεται το επιτακτικό αίτημα για επιστροφή στις ρίζες και οι καλλιτέχνες επανεκτιμούν και αντλούν διδάγματα από την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο, αλλά και από περιφρονημένες έως τότε εκφράσεις, όπως τη λαϊκή τέχνη, τη ζωγραφική του Θεόφιλου ή του Παναγιώτη Ζωγράφου του Μακρυγιάννη. Ο Φώτης Κόντογλου, επί παραδείγματι, μελετά και αναβιώνει την παράδοση του Βυζαντίου, ενώ ο Σπύρος Παπαλουκάς δημιουργεί έναν ελληνικό υπαιθρισμό με σχηματοποιήσεις και χρώματα που μαρτυρούν τη βυζαντινή του μαθητεία[7]. Το αίτημα της επιστροφής στην παράδοση, το αίτημα της «ελληνικότητας», ήταν επιτακτικό για τους ζωγράφους της εποχής εκείνης. Η ελληνικότητα στη ζωγραφική ήταν ένα ανοιχτό αίτημα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, που εκφράστηκε όμως μέσα από την τοπιογραφία, η οποία ζητούσε απλά να αναπαριστήσει τον ελληνικό χώρο και το ελληνικό φως. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι καλλιτέχνες της Γενιάς του '30 αναζήτησαν την ελληνικότητα σε περισσότερο εσωτερικούς δρόμους. Θέλησαν οι περισσότεροι — του Κόντογλου εξαιρουμένου — να εκφράσουν την πραγματικότητα της εποχής τους συνδυάζοντας (όπως έκαναν και οι πεζογράφοι και οι ποιητές) την ελληνική παράδοση με μοντερνιστικά ρεύματα όπως ο φωβισμός, ο κυβισμός, ο υπερρεαλισμός και ο εξπρεσιονισμός. Τον προηγούμενο υπαιθρισμό διαδέχθηκε ο ανθρωποκεντρισμός. Αυτό σημαίνει ότι η νόηση κυριάρχησε της αίσθησης, με συνέπεια η ζωγραφική να γίνει περισσότερο πνευματική και λιγότερο αναπαραστατική.[8] Ο Γιάννης Τσαρούχης αλλά και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος με το δικό του ύφος, παντρεύουν το δίδαγμα του Ματίς με τη χρωματική απλοποίηση της λαϊκής τέχνης, ενώ ο Τσαρούχης, στα ώριμα πλέον έργα του, ανανεώνει την αναγεννησιακή παράδοση μέσα από τις αυθεντικές πηγές της: την ελληνιστική τέχνη και το Φαγιούμ. Παρόμοια βήματα ακολουθεί και ο Γεράσιμος Στέρης με τα ποιητικά ακρογιάλια με τις αφαιρετικές μορφές του με υπομνήσεις στην ελληνική μυθολογία. Ο Γιάννης Μόραλης, ο νεότερος εκπρόσωπος της Γενιάς του '30, εμπνέεται στα πρώιμα πορτραίτα του από τα νεκρικά προσωπεία του Φαγιούμ και από την ελληνιστική ζωγραφική της Πομπηίας, ενώ τα επιτύμβια και επιθαλάμια του, τόσο στη σύνθεσή τους, όσο και το αίσθημα του πένθους που αποπνέουν, φέρουν επιρροές από τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες. Ο Νίκος Νικολάου με τη σειρά του, αντλεί έμπνευση από την αρχαία αγγειογραφία για να δημιουργήσει τις χωνευμένες, έντονες μορφές του που μοιάζουν με αφαιρετικά ιδεογράμματα. Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας από την άλλη, θεωρείται ο πιο «Ευρωπαίος» από τους καλλιτέχνες της περιώνυμης γενιάς, πιθανόν γιατί βρέθηκε στο Παρίσι από πολύ νωρίς, σπούδασε εκεί και ήρθε σε επαφή, από κοντά, με όλα τα ρεύματα του Μεσοπολέμου. Έτσι, θα εκφράσει τον δικό του ελληνότροπο μοντερνισμό με ένα μετακυβιστικό ιδίωμα που βρίθει χρώμα, φως και ρυθμό, κουβαλά επιρροές από την αρχιτεκτονική του Αιγαίου και εμψυχώνεται από τα μελτέμια του. Ο Τσαρούχης αναφέρει για την τεχνοτροπία της Γενιάς του '30:
Ενώ ο Αλέκος Λεβίδης σημειώνει για τον Τσαρούχη:
Σε αυτό το ρεύμα της «ελληνικότητας» εξαίρεση αποτελούν οι ευάριθμοι εξπρεσιονιστές, που συμπίπτουν χρονικά με τους ζωγράφους της Γενιάς του '30: στην ολιγάριθμη αυτή ομάδα μπορούμε να εντάξουμε τον ώριμο Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη, τον Μίμη Βιτσώρη και κυρίως τον αυθεντικότερο Έλληνα εξπρεσιονιστή, Γιώργο Μπουζιάνη[9]. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής στις εικαστικές τέχνες είναι οι Κωνσταντίνος Παρθένης, Σπύρος Παπαλουκάς, Φώτης Κόντογλου, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Νίκος Νικολάου, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Γιώργος Γουναρόπουλος, Σπύρος Βασιλείου και Γεράσιμος Στέρης. Παραπομπές
Πηγές
Επιπλέον βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Δείτε επίσης |