Διόδωρος Σικελιώτης
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στον Αγύριο (Agira) της Σικελίας γύρω στο 80 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 20 π.Χ. Είναι γνωστός για την συγγραφή της μνημειώδους παγκόσμιας ιστορίας, της Ιστορικής Βιβλιοθήκης, σε σαράντα βιβλία, από τα οποία δεκαπέντε σώζονται ανέπαφα, μεταξύ του 60 και του 30 πΧ. Έγραψε το έργο κατόπιν παραγγελίας των Ρωμαίων, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στην εισαγωγή του :
Η ιστορία διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος καλύπτει την μυθική ιστορία μέχρι την καταστροφή της Τροίας και περιγράφει περιοχές σε όλο τον κόσμο, από την Αίγυπτο, την Ινδία και την Αραβία μέχρι την Ευρώπη. Το δεύτερο μέρος καλύπτει την περίοδο από τον Τρωικό Πόλεμο μέχρι τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το τρίτο μέρος καλύπτει την περίοδο έως το 60 πΧ περίπου. Η Ιστορικής Βιβλιοθήκης αναγνωρίζει ότι βασίστηκε στο έργο πολλών άλλων συγγραφέων. ΒιογραφίαΣύμφωνα με το έργο του, γεννήθηκε στο Αγύριο της Σικελίας (που σήμερα ονομάζεται Άγκυρα). Περαιτέρω πληροφορίες για τη ζωή και τα έργα του δεν παρέχονται πέρα από τα γραπτά του έργα. Μόνο ο Ιερώνυμος, στο Χρονικό του το 49 πΧ, αναφέρει : «Ο Διώδορος ο Σικελός, συγγραφέας της ελληνικής ιστορίας, έγινε επιφανής». Ωστόσο ο Άγγλος μεταφραστής του, Τσαρλς Χένρι Όλντφαδερ, παρατηρεί την «εντυπωσιακή σύμπτωση» ότι μία από τις μόνο δύο γνωστές ελληνικές επιγραφές από το Αγύριο είναι η επιτύμβια στήλη κάποιου «Διόδωρου, γιου του Απολλώνιου». Το τελευταίο έργο που του αποδίδεται χρονολογείται το 21 πΧ. ΣυγγραφήΟ Διόδωρος πρέπει να έγραψε την ιστορία του μεταξύ του 60 και 30 πΧ, αφού η αρχική ημερομηνία των αφηγήσεών του είναι η 180η Ολυμπιάδα (59-60 πΧ), όταν επισκέφτηκε την Αίγυπτο και έγινε μάρτυρας ενός επεισοδίου λιντσαρίσματος ενός Ρωμαίου, επειδή εκείνος σκότωσε μια γάτα που ήταν ιερό ζώο για τους Αιγυπτίους. Το νεότερο γεγονός που αναφέρει είναι η εκδίωξη των Ταυρομένιων από την χώρα τους και η εγκατάσταση εκεί Ρωμαίων αποίκων, από τον Καίσαρα Οκταβιανό, που χρονολογείται στο 36 π.Χ., σύμφωνα με τον Αππιανό. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι του χρειάστηκαν 30 χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου του και, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο έργο του για την μετατροπή της Αιγύπτου σε ρωμαϊκή επαρχία (30 πΧ), συμπεραίνουμε ότι τελείωσε τη συγγραφή λίγο πριν από εκείνο το χρονικό σημείο. Στα 30 αυτά χρόνια έκανε μακρινά ταξίδια για να μελετήσει επί τόπου τους διάφορους λαούς και για αναζήτηση πληροφοριών. Σύγχρονοι όμως μελετητές αμφισβητούν την πραγματοποίηση των ταξιδιών αυτών, λόγω λαθών στις περιγραφές του που ένας αυτόπτης μάρτυρας δεν θα έκανε. Το έργοΤο έργο του Διοδώρου πραγματεύεται την παγκόσμια ιστορία από τη δημιουργία μέχρι το 59 πΧ, έτος της πρώτης υπατείας του Καίσαρα. Αποτελείται από 40 βιβλία, από τα οποία έχουν διασωθεί τα πέντε πρώτα (Α΄- Ε΄) και η δεύτερη δεκάδα (Ι΄- Κ') ενώ αποσπάσματα από τα χαμένα βιβλία σώζονται στα έργα Φώτιος και Αποσπάσματα από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Το έργο ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη. Τα έξι πρώτα βιβλία πραγματεύονται τη μυθική ιστορία των μη ελληνικών και ελληνικών φύλων, τρία από αυτά για τα βαρβαρικά έθνη και τρία για τους Έλληνες, μέχρι την καταστροφή της Τροίας. Είναι γεωγραφικά και περιγράφουν την ιστορία και τον πολιτισμό της Αρχαίας Αιγύπτου (βιβλίο Ι), της Ινδίας, της Μεσοποταμίας, της Σκυθίας και της Αραβίας (βιβλίο ΙΙ), της Βόρειας Αφρικής (βιβλίο ΙΙΙ), της Ελλάδας και της Ευρώπης (βιβλία IV-VI). Τα επόμενα έντεκα βιβλία (VII-XVII) αναφέρονται στην ιστορία από τον Τρωικό Πόλεμο μέχρι τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα υπόλοιπα 23 βιβλία, από το βιβλίο XVII έως το τέλος, εξιστορούν τα ιστορικά γεγονότα από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι το 60 πΧ είτε μέχρι την έναρξη των Γαλατικών Πολέμων του Ιουλίου Καίσαρα (το τέλος έχει χαθεί, οπότε δεν είναι σαφές αν ο Διόδωρος έφτασε στους Γαλατικούς Πολέμους, όπως υποσχέθηκε στην αρχή του έργου του, ή όπως δείχνουν τα στοιχεία σταμάτησε στο 60 πΧ, γέρος και κουραμσένος από τους κόπους του). Επέλεξε την ονομασία Ιστορική Βιβλιοθήκη επειδή πρόκειται για ένα σύνθετο έργο από διάφορες ιστορικές πηγές. Αναγνωρισμένοι συγγραφείς, στα έργα των οποίων βασίστηκε, είναι ο Μανέθων, ο Εκαταίος των Αβδήρων, ο Κτησίας της Κνίδου, ο Ιερώνυμος της Καρδίας, ο Δούρις της Σάμου, ο Θεόπομπος, ο Ηρόδοτος, ο Αγαθαρχίδης, ο Θουκυδίδης, ο Κτησίας, ο Κλείταρχος, ο Έφορος, ο Τίμαιος, ο Δίυλλος, ο Φίλιστος, ο Πολύβιος και ο Ποσειδώνιος. Η κριτική του έργου έχει επισημάνει πολλές ελλείψεις, οι οποίες δικαιολογούνται εν μέρει από το μέγεθός του. Σχετικά με την ιστορική αφήγηση καθεαυτή, το έργο δεν χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και ορθολογισμό, στοιχεία που εισήχθησαν από τον Θουκυδίδη. Πολλές φορές δίνει έμφαση στην παρέμβαση της θείας πρόνοιας στα ανθρώπινα, απορρίπτει εξηγήσεις που προσπαθούν να δώσουν (σε σεισμούς και πλημμύρες λ.χ.) οι φυσικοί φιλόσοφοι, πιστεύει σε προφητείες και οιωνούς και αμφισβητεί κάθε προσπάθεια ορθολογιστικής ερμηνείας. Παρ' όλα αυτά η σημασία του έργου παραμένει μεγάλη, γιατί χωρίς αυτό η μελέτη της αρχαιότητας θα ήταν η ίδια ελλιπής. Η αξία του έργου βασίζεται στο πλήθος των πληροφοριών που παρέχει, καθώς και στη μεταφορά αυτούσιων τμημάτων από έργα άλλων συγγραφέων που έχουν πια χαθεί, όπως του Εφόρου, του Θεόπομπου, του Ιερώνυμου του Καρδιανού[3] του οποίου το χαμένο σήμερα έργο του ήταν πολύ σημαντικό.[4] Επίσης είναι ένας από τους ελάχιστους αρχαίους συγγραφείς που αναφέρεται με πολύ συμπάθεια στη μαρτυρική ζωή των σκλάβων στα ορυχεία της αρχαίας Μακεδονίας.[εκκρεμεί παραπομπή] ΠαραπομπέςΑρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Γενικές αναφορές
Περαιτέρω μελέτη
|