Εδμόνδος Κράουτσμπακ
Ο Εδμόνδος Κράουτσμπακ (Edmund Crouchback, Λονδίνο, 16 Ιανουαρίου 1245 - Μπαγιόν, 5 Ιουνίου 1296) από τον Οίκο του Ανζού ήταν 1ος Κόμης του Λάνκαστερ και 1ος Κόμης του Λέστερ από τη δεύτερη δημιουργία, ήταν δεύτερος γιος του Ερρίκου Γ' της Αγγλίας και της Ελεονώρας της Προβηγκίας. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του Εδμόνδου ήταν ο Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας, η Μαργαρίτα της Αγγλίας και η Βεατρίκη της Αγγλίας, μικρότερη αδελφή του Εδμόνδου ήταν η Αικατερίνη της Αγγλίας. Ο Εδμόνδος Κράουτσμπακ ήταν διεκδικητής του θρόνου της Σικελίας αλλά δεν βασίλευσε εκεί ποτέ, κληρονόμησε όλα τα εδάφη του Σίμον ντε Μόντφορτ (1267), έγινε κόμης του Λέστερ (1267) και του κόμης του Λάνκαστερ. Την περίοδο (1276 - 1284) κυβέρνησε τις κομητείες της Καμπανίας και του Μπρι με τη δεύτερη σύζυγο του Λευκή του Αρτουά στο όνομα της κόρης της Ιωάννας της Ναβάρρας, το προσωνύμιο του Κράουτσμπακ σχετίζεται με τη συμμετοχή του στην Θ' Σταυροφορία. [4] Διεκδικητής του θρόνου της ΣικελίαςΤο 1255 ο Εδμόνδος χρίστηκε βασιλιάς της Σικελίας και της Απουλίας από τον επίσκοπο της Ρωμανίας στο όνομα του πάπα Ιννοκέντιου Δ'. Ο πατέρας του επιστρέφοντας όταν πήρε την υπόσχεση στρατιωτικής βοήθειας για την ανατροπή του Μαμφρέδου της Σικελίας από τον Οίκο των Χοχεστάουνεφ πλήρωσε τον απεσταλμένο του πάπα 135.541 λίρες. Μετά τον θάνατο του Ιννοκέντιου Δ' ο νέος πάπας Αλέξανδρος Δ' επικύρωσε την παραχώρηση της Σικελίας στον Εδμόνδο, οι βαρόνοι του Ερρίκου Γ' αρνήθηκαν να προσφέρουν βοήθεια για την εκστρατεία στη Σικελία και ο Άγγλος βασιλιάς πλήρωσε επιπλέον 60.000 μάρκα.[5] Ο Στήβεν Ράνσιμαν αντίθετα τονίζει ότι ο πάπας Αλέξανδρος Δ' ακύρωσε την παραχώρηση της Σικελίας στον Εδμόνδο στις 18 Δεκεμβρίου 1258, άλλοι συγγραφείς όπως όπως ο Μπέινς και ο Χάρλαντ τονίζουν ότι η ακύρωση έγινε από τον επόμενο πάπα Ουρβανό Δ' (1263). [6] Κόμης του Λέστερ και του ΛάνκαστερΟ Εδμόνδος Κράουτσμπακ δέχτηκε σημαντικά αξιώματα και μεγάλη περιουσία και έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αγγλία, μετά την κατάσχεση της περιουσίας του Σιμόν του Μόντφορτ, 6ου κόμη του Λέστερ (25 Οκτωβρίου 1265) δέχτηκε την κομητεία του Λέστερ (1267). Ο πατέρας του τον όρισε κόμη του Λέστερ και Κοντόσταυλο του κάστρο του Λέστερ, από τότε ο Εδμόνδος έγινε ο πολύ άγριος και σκληρός πολεμιστής. Την ίδια χρονιά (1267) του δόθηκε η διοίκηση της δυτικής Ουαλίας κάτι ήρθε σε σύγκρουση με τον τελευταίο Ουαλό πρίγκηπα Λιουέλιν απ Γκρίφιντ ενώ του παραχωρήθηκε η Μονμάουθ και πολλές πόλεις και κάστρα στη γύρω περιοχή, την ίδια χρονιά διορίστηκε υψηλός σερίφης του Λάνκασαιρ. Συμμετοχή του Εδμόνδου στην Θ' ΣταυροφορίαΤο 1271 συνόδευσε τον μεγαλύτερο αδελφό του Εδουάρδο Α΄ στην Θ΄ Σταυροφορία, οι περισσότεροι ιστορικοί και οι συντάκτες Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα ισχυρίζονται ότι πήρε τότε το προσωνύμιο "Κράουτσμπακ" επειδή συνήθιζε να δένει τον σταυρό στο πίσω μέρος των ενδυμάτων του. Έμεινε πάντα πιστός στον αδελφό του επικυρώνοντας τις παραχωρήσεις στο Κοινοβούλιο (1265, 1267, 1269, 1284) και τον μεγάλο χάρτη του Λέστερ, συχνά εκπροσωπούσε τον Άγγλο βασιλιά στο εξωτερικό και στάλθηκε κυβερνήτης του Πονθιέ στο πλευρό της δεύτερης συζύγου του Λευκής του Αρτουά.[7] Μετά την επιστροφή του από τη Σταυροφορία (1271 - 1272) επέλεξε ως τόπο μόνιμης κατοικίας του το κάστρο του Γκρόσμοντ που ανακαίνισε σημαντικά, εκεί γεννήθηκε και ο γιος του Ερρίκος, 3ος κόμης του Λάνκαστερ (1281). [8] Στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γαλλία και θάνατοςΟ Εδμόνδος Κράουτσμπακ έκανε σημαντικές προσφορές στην εκκλησία όπως η ίδρυση των μοναχών της Κλάρας στο Μινορί, πλήρωσε την κατασκευή του παρεκκλησίου της Σαβοΐας στη μνήμη της μητέρας του (1291) στον Άγιο Κλήμεντα τον Δανό. Η ευσέβεια του συμβάδιζε με τους κανόνες και τους κώδικες του ιπποτισμού στην εποχή του, χρηματοδότησε γενναία το μοναστήρι του Γκρέις Ντιέ στο Λέστερσιρ. Ανέλαβε την ηγεσία του Αγγλικού στρατού στο Μπορντό εκ μέρους του αδελφού του μαζί με τον κόμη του Λίνκολν και άλλους 26 ευγενείς, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μπαγιόν ο στρατός του έμεινε από χρήματα και αποδεκατίστηκε από τον καύσωνα, σοκαρισμένος ο Εδμόνδος πέθανε από ανακοπή. [9] Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο όπου έγινε η ταφή του στο Λονδίνο στο Αββαείο του Ουέστμινστερ (15 Ιουλίου 1296). ΟικογένειαΝυμφεύτηκε πρώτα την Άβελιν του Φορζ κόμισσα του Ωμάλ & κυρία του Χόλντερνες· δεν απέκτησαν απογόνους. Με τον γάμο του με τη δεύτερη σύζυγο του Λευκή του Αρτουά (1276) απέκτησε:
Πρόγονοι
Παραπομπές
Πηγές
|