Εθνικός Διχασμός
Ο Εθνικός Διχασμός (1915-1922) υπήρξε μία σειρά γεγονότων που επικεντρώνονται στη διένεξη μεταξύ του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ σχετικά με την είσοδο ή μη της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κύρια γεγονότα της διένεξης αφορούν διαδοχικά την παραίτηση του Βενιζέλου, τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους με πρωτοβουλία του στη Βόρεια Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ. Η διένεξη αυτή χώρισε τη χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία. Οι επιπτώσεις του χάσματος παρέμειναν ως το τέλος της δεκαετίας του '30. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι και η Μικρασιατική καταστροφή μετέπειτα, ήταν σε μεγάλο βαθμό απόρροια του Εθνικού Διχασμού. Σε πρώτο επίπεδο οι συμπλεύσεις των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών αυτής της περιόδου με τους πολεμικούς συνασπισμούς ήταν που επικαθόρισαν τη διένεξη. Από τη μία ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων πίστευε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Συμμάχους της Αντάντ ώστε να διαφυλάξει την πρόσφατη επέκταση της χώρας στα πρώην οθωμανικά εδάφη, αλλά και για να της επιτρέψουν να διευρυνθεί μέσω θαλάσσης, καθώς μόνο αυτές οι χώρες διέθεταν σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Από την άλλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ και το φιλομοναρχικό Κόμμα Εθνικοφρόνων, του Δημητρίου Γούναρη, πρόκρινε την «ευμενή ουδετερότητα» προς την Αντάντ (αφού οι ακτές της Ελλάδας ήταν ευπρόσβλητες στο συμμαχικό ναυτικό), μια στάση που όμως ήταν βολική για τις Κεντρικές Δυνάμεις αφού δυσχέραινε το ναυτικό των αντιπάλων τους στο Αιγαίο και δεν επέτρεπε να ανοίξει το Μακεδονικό Μέτωπο για βοήθεια της συμμάχου της Ελλάδας, Σερβίας. Σε πιο βαθύ επίπεδο, ο διχασμός ήταν μια εμφύλια αναμέτρηση ανάμεσα στην «Παλιά Ελλάδα» (σε ανίερη συμμαχία με τις ξένες μειονότητες των «Νέων Χωρών»), και στην πλειοψηφία των μέχρι χθες αλύτρωτων Ελλήνων των Νέων Χωρών, όπως θα αποτυπωθεί, και γεωγραφικά, ανάμεσα στο «κράτος των Αθηνών» και στο κράτος της Θεσσαλονίκης.[1] Χρονικό
Τα κύρια γεγονότα της διένεξης ήταν τα εξής (ημερομηνίες με Ιουλιανό ημερολόγιο):
Αν και τυπικά ο Διχασμός τελείωσε τον Ιούνιο του 1917, η έλλειψη εθνικής ομόνοιας προκάλεσε και άλλα επεισόδια (όπως οι εξεγέρσεις νεοσύλλεκτων κατά την επιστράτευση και οι λιποταξίες από το Μακεδονικό μέτωπο,[7] η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου με το τέλος του πολέμου, και το λιντσάρισμα του Δραγούμη), και έπαιξε μοιραίο ρόλο στην τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά και στη Δίκη και εκτέλεση των έξι ως υπαιτίων της Καταστροφής. Αίτια ΡήξηςΩς ένα από τα κύρια αίτια του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η ριζική διαφορά απόψεων σχετικά με τη στάση της Ελλάδας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στην κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄. Ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε να καθορίζει αυτός και όχι η κυβέρνηση την εξωτερική πολιτική της χώρας, γεγονός που τον οδήγησε σε ανοικτή σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Μολονότι όμως o Εθνικός Διχασμός εκδηλώνεται το 1915, κυοφορείται ουσιαστικά από το 1909, από το κίνημα στο Γουδί.[8] Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στον οποίο ηττήθηκε η ελληνική πλευρά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος ήταν διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων σε ηλικία μόλις 29 ετών και θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποδιοργάνωση του στρατού που αποτελούσε φέουδο των πριγκήπων της βασιλικής οικογένειας. Το κίνημα που οργάνωσε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στο Γουδί, είχε κύρια αιτήματα πολιτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις και την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του στρατού, περιλαμβανομένης της αποχώρησης του Διαδόχου και των πριγκίπων από τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Στο πρόσωπο του Βενιζέλου το στρατιωτικό κίνημα βρήκε τον κύριο εκφραστή του, τον οποίο και κάλεσε από την Κρήτη για να αναλάβει την εκπροσώπηση του κινήματος. Μετά τις εκλογές του 1910 για αναθεωρητική βουλή όπου επικράτησε καθολικά (αποτέλεσμα της αποχής από τις εκλογές των παλαιών κομμάτων), ανέλαβε και πρωθυπουργός της χώρας, έφερε εις πέρας την αναθεώρηση, και ψήφισε το φιλελεύθερο νέο Σύνταγμα την 1η Ιουνίου 1911. Οι πρώτες εντάσεις στη συνεργασία Βενιζέλου - Κωνσταντίνου είχαν ήδη εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και αφορούσαν τη χάραξη της ακολουθούμενης στρατηγικής του ελληνικού στρατού.[9] Με την κήρυξη του πολέμου από την Αυστρία προς τη Σερβία και τη διαφαινόμενη επίθεση της Βουλγαρίας στην τελευταία η διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο ηγετών εκδηλώθηκε για πρώτη φορά δημόσια και σταδιακά άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης.[10] Διάσταση απόψεων Βενιζέλου - Βασιλιά ΚωνσταντίνουΜε το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος επιδίωξε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ) θεωρώντας ότι η συμμαχία αυτή θα εξυπηρετούσε τις εδαφικές διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους και ότι θα συντελούσε στην εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας». Την άποψη αυτή φαίνεται να υποστήριζε και η μεγαλύτερη μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης, ιδίως της διασποράς. Από την άλλη πλευρά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος υποστήριζε δημόσια την ιδιαίτερα δημοφιλή στον λαό ιδέα της ουδετερότητας, αν και στο παρασκήνιο υποστήριζε την ανωτερότητα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.[11] Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε λάβει γερμανική παιδεία και η αυλή του απαρτιζόταν από γερμανόφιλους επιτελείς όπως οι Ιωάννης Μεταξάς, Γεώργιος Στρέιτ, Βίκτωρ Δούσμανης, Νικόλαος και Ιωάννης Θεοτόκης, ενώ η σύζυγός του, Σοφία της Πρωσίας, ήταν αδελφή του Γερμανού Κάιζερ.[12] Όλοι ήταν πεπεισμένοι για την ανωτερότητα του γερμανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος και την τελική νίκη της Γερμανίας, αναγνώριζαν, όμως ότι η Ελλάδα δεν δυνατό να πάρει το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων λόγω της αδιαφιλονίκητης υπεροχής της Αγγλίας στη Μεσόγειο.[13][14] Για τον λόγο αυτό υποστήριζαν τη μέση λύση της ουδετερότητας.[15] Η ουδετερότητα, άλλωστε, ήταν ιδιαιτέρως βολική για τη Γερμανία, αφού εγκλώβιζε τη Σερβία από τον νότο, αδρανοποιούσε ακόμη περισσότερο την Ελληνοσερβική Συμμαχία, και περιόριζε την ελευθερία του ναυτικού της Αντάντ.[16][17] Ταυτόχρονα όμως, κατά τους ίδιους, ήταν στάση με μικρότερο ρίσκο (τουλάχιστον μέχρι το 1916), αφού στις απαρχές του πολέμου διαφαινόταν μια γρήγορη νίκη για τις καλά οργανωμένες Κεντρικές Δυνάμεις, λόγω και της συνέχειας των εδαφών τους.[18] Από τη σύγχρονη έρευνα έχει προκύψει ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι συνεργάτες του τροφοδοτούσαν τη γερμανική κυβέρνηση με απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα εν αγνοία των ελληνικών κυβερνήσεων.[15] Μετά την αποπομπή του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τον θρόνο, το 1917, ο Γ. Βεντήρης συνέλλεξε και δημοσίευσε τηλεγραφήματα, τα οποία αποδείκνυαν τη φιλογερμανική αλληλογραφία του Παλατιού με τον Κάιζερ και τη Βουλγαρία, η οποία συνέβαινε παράλληλα με την επίσημη του υπουργείου Εξωτερικών.[19] Η δε θέση του βασιλιά μετά την εξορία του, στην Ελβετία, το 1918, ήταν απενοχοποιημένα φιλογερμανική, ελπίζοντας επιμόνως στην επικράτησή των γερμανικών όπλων στον πόλεμο.[20][21] Η αρχή της διένεξηςΗ κήρυξη του πολέμου από την Αυστρία προς τη Σερβία ανακίνησε τη συζήτηση σχετικά με τη δεσμευτικότητα της Ελλάδας να υποστηρίξει τη Σερβία βάσει της Ελληνοσερβικής Συνθήκης Αμοιβαίας Συνεργασίας (1913). Ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι οι διατάξεις αυτής δέσμευαν την Ελλάδα έτσι ώστε να είναι υποχρεωμένη να προστρέξει σε βοήθεια προς τη Σερβία ενώ ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι η συνθήκη αυτή ήταν υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση ενδοβαλκανικών συγκρούσεων.[10] Η Βρετανία, σχεδόν αμέσως, επιχείρησε να συνάψει συμμαχία με την Ελλάδα προκειμένου η τελευταία να στηρίξει στρατιωτικά τη Σερβία. Ο Βενιζέλος, σύμφωνος προς αυτό, θεωρούσε ότι για την επιτυχή έκβαση του πολέμου έπρεπε να ενταχθούν στη συμμαχία η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Για τον σκοπό μάλιστα αυτό ο Βενιζέλος φάνηκε διατεθειμένος να παραχωρήσει στη Βουλγαρία εδάφη της Μακεδονίας μεταξύ των οποίων τη Δράμα και την Καβάλα.[22] Την άποψή του αυτή εξέφρασε και προς τον Κωνσταντίνο υπό τη μορφή υπομνήματος, του πρώτου από τα άλλα δύο που ακολούθησαν, το οποίο και απέρριψε.[22] Η ένταξη της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στη συμμαχία του Κεντρικού Άξονα περιέπλεξε την κατάσταση καθώς κατέστη αντιληπτό ότι τα όποια εδαφικά οφέλη θα προέκυπταν μετά τον πόλεμο για τις χώρες αυτές θα προέρχονταν από τα εδάφη που είχε κατακτήσει η Ελλάδα.[23] Οι Βρετανοί, θέλοντας να προσεταιριστούν την Ελλάδα, της πρότειναν εδαφικά ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία και την κάλεσαν να συμμετάσχει στην Εκστρατεία της Καλλίπολης.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Βενιζέλος με άλλα δύο υπομνήματα κάλεσε τον Κωνσταντίνο να δώσει τη συγκατάθεσή του στη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία. Στην πρόταση αυτή αντέδρασε ο αρχηγός του Επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος ανακοίνωσε την παραίτησή του σε ένδειξη διαμαρτυρίας με ταυτόχρονη κατάθεση αίτησης αποστρατείας και υποβάλλοντας υπόμνημα με τις αντιρρήσεις του σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία.[24] Κατά τον ίδιο μια ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Καλλίπολης θα καθιστούσε πολύ πιθανή μια βουλγαρική επίθεση από τα βόρεια, ενώ θεωρούσε παράλληλα ότι ήταν πολύ δύσκολη η ελληνική επικράτηση στη Μικρά Ασία για γεωγραφικούς και εθνοτικούς λόγους. Ενώπιον της άρνησης των ηγετικών στελεχών του στρατεύματος να στηρίξουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία, ο Βενιζέλος ζήτησε τη σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος που αποτελείτο από τους πρώην πρωθυπουργούς και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, το οποίο κατά την πρώτη συνεδρίαση υποστήριξε την άποψη του Βενιζέλου περί αποστολής στρατεύματος στα Δαρδανέλλια.[25] Ο Κωνσταντίνος, σε μυστική επικοινωνία με τον Κάιζερ και προκειμένου να αντικρούσει τα επιχειρήματα Βενιζέλου, ζήτησε περισσότερες διαβεβαιώσεις σχετικά με τα εδαφικά οφέλη που θα αποκόμιζε η Ελλάδα σε περίπτωση ουδετερότητας. Ο Κάιζερ υποσχέθηκε οικονομική βοήθεια στο μέλλον και εγγυήσεις για τη διατήρηση των νησιών του Αιγαίου στο ελληνικό κράτος χωρίς όμως να παρέχει εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε περίπτωση επίθεσης της Βουλγαρίας.[24] Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος, και παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις του Γενικού Επιτελείου, οι πρώην πρωθυπουργοί ομόφωνα υποστήριξαν την πρόταση Βενιζέλου. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος, στηριζόμενος στις απόψεις του Μεταξά και του συμβούλου του, Γεωργίου Στρέιτ, αρνήθηκε κάνει δεκτό το αίτημα του Βενιζέλου εξαναγκάζοντας τον τελευταίο σε παραίτηση.[24] Συνεπεία αυτής σχηματίστηκε η κυβέρνηση Γούναρη και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Μάϊο του 1915.[26] Στις εκλογές του Μαΐου 1915 ο Βενιζέλος κέρδισε το νεοσύστατο Λαϊκό Κόμμα του Γούναρη και μετά από αρκετή καθυστέρηση λόγω κωλυσιεργίας του Βασιλιά Κωνσταντίνου, σχημάτισε κυβέρνηση. Θεωρώντας το αποτέλεσμα ως έγκριση της εξωτερικής πολιτικής του, επανέλαβε τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Ελλάδα ως σύμμαχος απέναντι στη Σερβία, εάν εκείνη δεχθεί επίθεση από τη Βουλγαρία. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1915, η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση και η Ελλάδα αναγκάστηκε να πράξει το ίδιο. Ο Κωνσταντίνος επέμενε στις θέσεις του για ουδετερότητα. Τελικά, δέχτηκε να επιστρατεύσει 18.000 εφέδρους, για το ενδεχόμενο βουλγαρικής επίθεσης. Απόβαση της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, δεύτερη παραίτηση κυβέρνησης Βενιζέλου
Εν τω μεταξύ, αγγλογαλλικά στρατεύματα της Αντάντ (τα οποία μόλις είχαν ηττηθεί, έχοντας δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στην εκστρατεία της Καλλίπολης) - επιβεβαιώνοντας έτσι τις εκτιμήσεις Μεταξά - αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, με τη συναίνεση της κυβέρνησης Βενιζέλου,[27], αλλά ενάντια στα αισθήματα του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου. Η γενική διοίκηση των γαλλοβρετανικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη ανατέθηκε στον Γάλλο Στρατηγό Σαράιγ (Sarail). Με αφορμή τον λόγο του Βενιζέλου στη Βουλή υπέρ της απόβασης της Αντάντ, την προηγούμενη της απόβασης, που κατέληξε στην ψήφιση της επιστράτευσης για βοήθεια των συμμάχων Σέρβων, ο Βασιλιάς ζήτησε και έλαβε την παραίτησή του. Η παραίτηση θα ήταν και οριστική αυτή τη φορά, αφού στις επόμενες εκλογές, που διεξήχθησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1915, το κόμμα του Βενιζέλου, οι Φιλελεύθεροι, θα απέχουν, θεωρώντας αντισυνταγματικές τις πράξεις των Ανακτόρων. Έτσι το νεο-σχηματισθέν «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Γούναρη, το πρώτο κόμμα στην Ελλάδα που συσπείρωσε όλους τους αντιβενιζελικούς, κέρδισε -αν και χωρίς αντίπαλο - τις εκλογές. Οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις που διορίστηκαν στη συνέχεια διατήρησαν την πολιτική «ουδετερότητας». Οι δυνάμεις της Αντάντ μετά την ήττα του Βενιζέλου άρχισαν να προτείνουν ανταλλάγματα. Απορρίφθηκε όμως από την Ελληνική κυβέρνηση και τον Κωνσταντίνο η προσφορά της Κύπρου από τη Βρετανία, με αντάλλαγμα τη συμπαράταξη της Ελλάδος με την Αντάντ. Οι Έλληνες διχάστηκαν ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, φιλοβασιλικών και φιλοβενιζελικών, κάτι που θα συντελούσε στην άνδρωση του εθνικού διχασμού με όλα τα μεταγενέστερα επακόλουθά του. Παράδοση οχυρού ΡούπελΣτις αρχές Μαΐου 1916, οι Γερμανοί, φοβούμενοι επίθεση της Αντάντ κατά της Βουλγαρίας, αποφάσισαν την προώθησή τους σε ελληνικά εδάφη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το Γενικό Επιτελείο ζήτησαν από τους Γερμανούς να μην προχωρήσουν στην κατάληψη του οχυρού Ρούπελ και των στενών του Ντεμίρ Χισάρ (Στρυμόνα), καθώς μια τέτοια προέλαση όχι μόνο δεν θα έδιωχνε τους Συμμάχους αλλά θα επέφερε την εγκατάσταση των Βουλγάρων σε ελληνικό έδαφος, αντίποινα της Αντάντ και πιθανή εξέγερση. Το αίτημά τους όμως απορρίφθηκε από το Γερμανικό Επιτελείο.[28] Έτσι, στις 23 Μαΐου, οι Γερμανοί πληροφόρησαν την Ελλάδα ότι θεωρούσαν απαραίτητη την κατάληψη του Ρούπελ αλλά θα σέβονταν την ελληνική κυριαρχία. Στις 26 Μαΐου 1916, βουλγαρική δύναμη 26.000 ανδρών, με επικεφαλής της μία γερμανική διμοιρία, κατέλαβε το οχυρό, μετά από μικρή ελληνική αντίσταση, η οποία προκλήθηκε από συνδυασμό λαθών και παρεξηγήσεων.[29] Αν και η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη προσπάθησε να παρουσιάσει την κατάληψη ως αιφνιδιασμό από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων, ο ισχυρισμός της δεν έγινε πιστευτός από τους βενιζελικούς και την Αντάντ.[28] Ο φιλοβενιζελικός δημοσιογράφος και πολιτικός Γεώργιος Βεντήρης, με σημαντική ιστοριογραφία στον Εθνικό Διχασμό και ο οποίος στο τελος της ζωής του διετέλεσε γραμματέας του παλατιού του Α. Παύλου πιστεύοντας στην επούλωση των πληγών του Διχασμού, έγραψε πως η παράδοση στους Γερμανοβούλγαρους αποτέλεσε «αίσχος εις τας ημέρας του ελληνισμού». Κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους - Παράδοση της ΚαβάλαςΤην παράδοση του Ρούπελ ακολούθησε γερμανοβουλγαρική εισβολή σε όλη την ανατολική Μακεδονία (επιχείρηση του Στρυμόνα, 17-23 Αυγούστου 1916). Την 29η Αυγούστου 1916, έγινε η παράδοση της Καβάλας στις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις καθώς και η παράδοση του ελληνικού Δ' Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες οι οποίοι κατέληξαν αιχμάλωτοι στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς.[30] Ακολούθησε η πολύνεκρη για τον Ελληνισμό Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας (1916-1918). Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.[31][32][33] Το Κίνημα Εθνικής Αμύνης
Στις 16 Αυγούστου 1916, ξέσπασε το χωριστικό κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη το οποίο υποστήριξε ο συμμαχικός στρατός που είχε στο μεταξύ αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη, καθώς και φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί. Ο Βενιζέλος, ως ηθικός αυτουργός του κινήματος, τάχθηκε με αυτό και στις 26 Σεπτεμβρίου μετέβη στα Χανιά, όπου και σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη την τριανδρία, αποτελούμενη από τον ίδιο, τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Από εκεί μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη προκήρυξη της Επαναστατικής Κυβέρνησης («Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης») δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμό 1 φύλλο της Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβερνήσεως, που εκδόθηκε στα Χανιά, στις 15 Σεπτεμβρίου 1916, με το παρακάτω περιεχόμενο:
Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης δεν κατάργησε τη μοναρχία. Ο Βενιζέλος, παρά τις προτροπές συνεργατών του, επέλεξε να μην άρει την αναγνώριση προς τον Κωνσταντίνο και απέδωσε τη συμπεριφορά του Βασιλιά σε «ανεύθυνους και κακούς συμβούλους». Στις 24 Νοεμβρίου 1916, η «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης» κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Αποκλεισμός της νότιας Ελλάδας από την Αντάντ - Νοεμβριανά (1916)
Η Ελλάδα είχε κοπεί στα δύο: από τη μια μεριά, το κράτος της Θεσσαλονίκης, που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αποφάσιζε να διενεργηθεί στρατολογία σε μεγάλη κλίμακα και οργάνωνε τη μεραρχία Αρχιπελάγους και κατόπιν τις μεραρχίες Κρήτης και Σερρών. Από την άλλη μεριά, η φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών, που είχε υπό τον έλεγχό της την «Παλαιά Ελλάδα» (τις περιοχές που αποτελούσαν μέρος του Βασιλείου της Ελλάδας πριν το 1914), αντιπαρατασσόταν στους οπαδούς του Βενιζέλου με τους απολυθέντες στρατευμένους («Επιστράτους») που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς σε παρακρατικές ομάδες. Στην προσπάθεια της Ανταντ και του Βενιζέλου να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη νότια Ελλάδα και με αφορμή την άρνηση της κυβέρνησης των Αθηνών να παραδώσει εντός τεσσάρων ημερών τεράστιο ποσό πολεμικού υλικού, γαλλικά θωρηκτά μπήκαν στις 18 Νοεμβρίου στον Πειραιά και αποβίβασαν στο Φάληρο 3.000 Βρετανικά, Ιταλικά και Γαλλικά στρατεύματα, τα οποία προέλασαν προς την Αθήνα, ενώ βομβάρδισαν στρατηγικές περιοχές της πρωτεύουσας γύρω από το Παναθηναϊκό Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα. Αυτή η σειρά επεισοδίων έμεινε γνωστή ως τα «Νοεμβριανά». Σημειώθηκαν φονικές συγκρούσεις με τους Επίστρατους σε ποικίλλα σημεία της πόλης, ενώ με την απόσυρση των στρατευμάτων το βράδυ, τριήμερο κύμα τρομοκρατίας ξεκίνησε στην Αθήνα κατά των Βενιζελικών, με βανδαλισμούς, συλλήψεις, κακοποιήσεις και θανατώσεις. Τον Δεκέμβριο του 1916, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος - η οποία και αυτή δεν έμεινε αμέτοχη στον Διχασμό, καθώς οι μητροπολίτες της «παλιάς Ελλάδας» συντάχθηκαν με τον Βασιλιά και των «νέων χωρών» με το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας - αναθεμάτισε και αφόρισε τον Βενιζέλο ως μέρος μίας «ογκώδους αντιβενιζελικής πορείας» στο Πεδίον του Άρεως. Με την ένοπλη επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων, ο Εθνικός Διχασμός έφθασε στο απόγειό του. Όλα τα λιμάνια της νότιας Ελλάδας ήταν αποκλεισμένα από τον Γαλλικό στόλο, με αποτέλεσμα η Αθήνα αλλά και άλλες πόλεις της νότιας Ελλάδας να λιμοκτονήσουν. Ενδεικτική του κλίματος στη νότια Ελλάδα ήταν η αναγόμενη σε εκείνη την εποχή περίφημη φράση «Ψωμί, Ελιά και Κώτσο Βασιλιά», που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται για την εκδήλωση φιλοβασιλικού φρονήματος. Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο (1917)
Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από τον νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόιντ Τζόρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό, στέλνοντας ως αρμοστή τον Γάλλο Κάρολο Ζοννάρ. Επικαλέστηκαν μάλιστα το καθεστώς των «Προστάτιδων Δυνάμεων», το οποίο είχαν κατά την άποψή τους από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Μετά το τελεσίγραφο των Συμμάχων, ο Βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο αιματοχυσίας αποσύρθηκε από τον θρόνο, χωρίς όμως να παραιτηθεί τυπικά, και στις 15 Ιουνίου 1917 έφυγε στην Ελβετία. Στη θέση του έβαλαν τον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, ο οποίος διέθετε την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Ο Βενιζέλος ήρθε στην Αθήνα και σχημάτισε κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου. Έχοντας χάσει πλέον πολλούς οπαδούς του στην Παλαιά Ελλάδα, αλλά και θεωρώντας αντισυνταγματικές τις παλαιότερες πράξεις του Βασιλιά, ανακάλεσε το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής του Μαΐου 1915. Η ανασυσταθείσα Βουλή χαρακτηρίστηκε ειρωνικά «Βουλή των Λαζάρων». Στις 15 Ιουνίου, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις, επισημοποιώντας την ανάλογη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν εξορίες των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου από τους Γάλλους στην Κορσική, σε εσωτερική εξορία ή σε κατ'οίκον περιορισμό, καθαιρέσεις μητροπολιτών, απολύσεις δικαστικών και αξιωματικών, δημοσίων υπαλλήλων κτλ.[εκκρεμεί παραπομπή] Η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων είχε ως ουσιαστικό αποτέλεσμα τη θριαμβευτική νίκη κατά των Γερμανοβουλγάρων στα υψώματα του Σκρα Ντι Λέγκεν στις 30 Μαΐου 1918 και τη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στην τελική επίθεση και διάσπαση του μετώπου, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Λίγες μέρες αργότερα, η Βουλγαρία θα συνθηκολογούσε και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους η Οθωμανική αυτοκρατορία θα σύναπτε ανακωχή στον Μούδρο. Ο Φρανσαί ντ' Εσπερέ, αρχιστράτηγος του Βαλκανικού Μετώπου, με αφορμή τον νικηφόρο αγώνα των Ελλήνων θα σημειώσει: «Ιδιαιτέρως διά τον ελληνικόν στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδην ορμήν, τα οποία επέδειξε κατά τον υπ' αυτού διαδραματισθέντα ένδοξον ρόλον επί των οχθών του Στρυμώνος και του Αξιού». Η συνθηκολόγηση, τέλος, της Γερμανίας στις 11 Νοεμβρίου 1918 έβαλε τέλος στον Μεγάλο Πόλεμο που διήρκεσε τέσσερα έτη και αιματοκύλησε την Ευρώπη. Η συνθήκη των Σεβρών
Η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), ως επακόλουθο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου. Με το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα απέκτησε την Ίμβρο, την Τένεδο και την Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή, εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα με δημοψήφισμα μετά από πέντε χρόνια. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα έχαναν από την κυριαρχία τους την Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος. Ένα χρόνο νωρίτερα, στις 29 Ιουλίου του 1919 και στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, η Ιταλία είχε συνομολογήσει πως η Βόρεια Ήπειρος θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι. Επιπλέον η Ιταλία θα παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελόριζο), ενώ αν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (και μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρύσε και αυτά τα δύο νησιά. Όμως τον Ιούλιο του 1920, και με τη δικαιολογία της επερχόμενης επέκτασης της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, όπου βλέψεις εκεί είχε και η Ιταλία, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της ακύρωσε μονομερώς το σύμφωνο. Η επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο (ούτε από το ελληνικό), καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο, διαταράχθηκαν οι σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ποτέ δεν τον αναγνώρισαν ως αρχηγό του ελληνικού κράτους. Επακόλουθα
Ενώ όμως επρόκειτο ο Βενιζέλος να γυρίσει στην Ελλάδα, μετά την υπογραφή της συνθήκης, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του στον σιδηροδρομικό σταθμό Γκαρ ντε Λυών στο Παρίσι από δύο απότακτους Έλληνες φιλοβασιλικούς αξιωματικούς, κατά την οποία τραυματίστηκε από πυρά περιστρόφου. Αφού θεραπεύτηκε από τα τραύματά του, επέστρεψε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα. Ως αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας, εξαπολύθηκε κυνηγητό αντιβενιζελικών στην Αθήνα, θύμα του οποίου έπεσε και ο Ίων Δραγούμης. Με την αντιπολίτευση να ζητά επιμόνως εκλογές, ο Βενιζέλος αποφάσισε να διεξαχθούν τον Νοέμβριο του 1920. Οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, και ο Βενιζέλος αναχώρησε αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Ένα μήνα πριν, ο Βασιλιάς Αλέξανδρος είχε πεθάνει αιφνιδίως, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση και δημιουργώντας εκ νέου καθεστωτικό ζήτημα. Τελικά, με το Δημοψήφισμα του 1920, ο εξαιρετικά αντιπαθής στις συμμαχικές Δυνάμεις, Κωνσταντίνος, επέστρεψε εκ νέου στην Ελλάδα και τον Θρόνο. Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Μικρασιατικό μέτωπο, τις οποίες συνέχισε η φιλοβασιλική κυβέρνηση παρά τις υποσχέσεις για αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής και επιδίωξη ειρήνης,αλλά και διότι προέκρινε την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Ιωνίας, ο διχασμός συνέχισε να υφίσταται. Ο δημοσιογράφος Ανδρέας Καβαφάκης δολοφονήθηκε στην Αθήνα από φιλοβασιλικούς τον Φεβρουαρίου του 1922, ενώ θύμα δολοφονικής απόπειρας έπεσε και ο Παύλος Κουντουριώτης. Η Μικρασιατική Καταστροφή και το στρατιωτικό κίνημα του 1922 ήταν η τραγική κορύφωση του δράματος που κατέληξε στη Δίκη των έξι. Παραπομπές
Πηγές
Επιπλέον βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|