Ιβάν Αλεξάνταρ
Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ (Иван Александър, αρχική γραφή: ІѠАНЪ АЛЄѮАНдРЪ[1], 1301 - 17 Φεβρουαρίου 1371) γνωστός και ως Ιωάννης-Αλέξανδρος[2] ήταν τσάρος της Βουλγαρίας από το 1331 ως το 1371[3] κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η ημερομηνία γέννησής του είναι άγνωστη. Πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1371. Η μακρά βασιλεία του Ιβάν-Αλεξάνταρ θεωρείται μεταβατική περίοδος στη μεσαιωνική Βουλγαρική ιστορία. Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ ξεκίνησε τη βασιλεία του αντιμετωπίζοντας τα εσωτερικά προβλήματα και τις εξωτερικές απειλές από τους γείτονες της Βουλγαρίας: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Σερβία. Οδήγησε το κράτος του σε οικονομική ανάκαμψη και πολιτιστική και θρησκευτική αναγέννηση.[4] Δεν κατάφερε όμως αργότερα να αντεπεξέλθει στις αυξανόμενες επιδρομές των Οθωμανών, στις επιδρομές των Ούγγρων από τα βορειοδυτικά και στη Μαύρη Πανώλη.[3] Σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, μοίρασε τη χώρα στους γιους του,[5][6] αναγκάζοντάς την έτσι να αντιμετωπίσει την επαπειλούμενη Οθωμανική κατάκτηση αδυνατισμένη και διαιρεμένη.[3][6] Πρώτα χρόνια της βασιλείας τουΟ Ιβάν-Αλεξάνταρ ήταν γιος του Σρατσιμίρ δεσπότη του Κραν και της Κεράτσας Πετρίτσας, που ήταν αδελφή του Μιχαήλ Γ΄ Σισμάν.[7] Έτσι ο Ιβάν-Αλεξάνταρ ήταν ανιψιός του Μιχαήλ Γ΄.[4][5] Από τη μεριά του πατέρα του, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ κατάγονταν από τον Οίκο των Ασέν.[4][5] Το 1330 ο Ιβάν-Αλεξάνταρ ήταν και ο ίδιος δεσπότης και κυβερνούσε την πόλη του Λόβετς. Μαζί με τον πατέρα του και τον πεθερό του Μπασαράμπ Α΄ πρίγκιπα της Βλαχίας πολέμησε εναντίον των Σέρβων το 1330 στη Μάχη του Μπελμπάζντ στο σημερινό Κιουστεντίλ, στην οποία η Βουλγαρία ηττήθηκε. Η ήττα σε συνδυασμό με τις σχέσεις της Βουλγαρίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που χειροτέρευαν, επιτάχυνε την εσωτερική κρίση που είχε ήδη επιδεινωθεί από μία Βυζαντινή εισβολή. Ένα πραξικόπημα έδιωξε τον Ιβάν Στέφαν της Βουλγαρίας από την πρωτεύουσα Τάρνοβο το 1331 και οι συνωμότες τοποθέτησαν τον Ιβάν-Αλεξάνταρ στον θρόνο.[8] Ο νέος άρχοντας άρχισε να εδραιώνει τη θέση του κατακτώντας περιοχές, που πρόσφατα είχαν καταληφθεί από τους Βυζαντινούς. Το 1331 ο Ιβάν-Αλεξάνταρ εκστράτευσε στην περιοχή της Αδριανούπολης και επανακατέκτησε τη νοτιοανατολική Θράκη.[4][5] Εν τω μεταξύ ο Στέφανος-Ούρος Δ΄ Δουσάν εκθρόνισε τον πατέρα του Στέφανο-Ούρο Γ΄ Ντεκάνσκι Ντετσάνσκι και έγινε βασιλιάς της Σερβίας το 1331. Αυτό βοήθησε στην ομαλοποίηση των προηγουμένως τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ και ο Στέφαν-Ούρος Δ΄ Δουσάν σύναψαν συμμαχία, η οποία παγιώθηκε με τον γάμο του Σέρβου βασιλιά και της Ελένης, αδελφής του Ιβάν-Αλεξάνταρ, το Πάσχα του 1332.[4][5][9] Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Μπελαούρ, ένας αδελφός του Μιχαήλ Γ΄, στασίασε στο Βιντίν, πιθανώς προς υποστήριξη της αξίωσης του εκθρονισμένου ανιψιού του, Ιβάν-Στέφαν, στον θρόνο. Η προέλαση του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων εναντίον της Βουλγαρίας το καλοκαίρι του 1332, παρέτειναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών. Οι Βυζαντινοί ξανακυρίευσαν τη νοτιοανατολική Θράκη, αλλά ο Ιβάν-Αλεξάνταρ έσπευσε νοτίως με ένα μικρό στρατό και πρόφτασε τον Ανδρόνικο Γ΄ στο Ρουσόκαστρο.[9]
Αφού έδωσε την εντύπωση ότι επιθυμούσε να διαπραγματευτεί, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ, έχοντας ενισχύσεις Μογγολικού ιππικού, συνέτριψε τον μικρότερο αλλά καλύτερα οργανωμένο Βυζαντινό στρατό στη Μάχη του Ρουσόκαστρου.[5] Οι αμφισβητούμενες πόλεις παραδόθηκαν στον Ιβάν-Αλεξάνταρ, ενόσω ο Ανδρόνικος Γ΄ αναζητούσε καταφύγιο εντός των τειχών του Ρουσόκαστρου. Ο πόλεμος τελείωσε με τον Ιβάν-Αλεξάνταρ να συναντά τον Ανδρόνικο Γ΄ και να συμφωνούν για ειρήνη στη βάση του status quo. Για να σφραγίσει τη συμμαχία, αρραβώνιασε τον μεγαλύτερο γιο του, Μιχαήλ-Ασέν Δ΄, με την κόρη του Ανδρόνικου Γ΄, τη Μαρία (Ειρήνη)· ο γάμος τελικά έγινε το 1339.[5][12] Ο Βούλγαρος βασιλιάς ήταν τώρα ελεύθερος να στρέψει την προσοχή του στον Μπελαούρ, αλλά η εξέγερση στα νοτιοανατολικά τελικά καταπνίγηκε το 1336 ή το 1337.[13] Το 1332 περίπου ο Ιβάν-Αλεξάνταρ έστεψε τον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ-Ασέν Δ΄ ως συναυτοκράτορα, ίσως για να διασφαλίσει την κατοχή του θρόνου από την οικογένεια του. Συνέχισε αυτή την παράδοση με τη στέψη των νεότερων γιων του, Ιβάν Σρατσιμίρ και Ιβάν-Ασέν Δ΄ το 1337. Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ με τη δημιουργία των δύο νεότερων συναυτοκρατόρων μπορεί να αποσκοπούσε στην εδραίωση άμεσου ελέγχου σε σημαντικές πόλεις και περιοχές, καθώς ο Ιβάν Σρατσιμίρ τελικώς εγκαταστάθηκε στο Βιντίν και ο Ιβάν-Ασέν Δ΄ πιθανώς στην Πρεσλάβα. Αυτό το γεγονός σημάδεψε την παρέκκλιση από τη Βυζαντινή πρακτική, κατά την οποία οι νεότεροι γιοι του μονάρχη γίνονταν δεσπότες, είτε τους ανατίθονταν η διοίκηση κάποιας περιοχής είτε όχι.[14] Σχέσεις με τη Βυζαντινή ΑυτοκρατορίαΣτις αρχές του 1340 οι σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν σταδιακά. Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ απαίτησε την έκδοση του εξαδέλφου του Σισμάν, ενός από τους γιους του Μιχαήλ-Ασέν Γ΄, απειλώντας το Βυζάντιο με πόλεμο. Η επίδειξη ισχύος του Ιβάν-Αλεξάνταρ δεν απέδωσε, καθώς οι Βυζαντινοί κατάλαβαν τις προθέσεις του και έστειλαν εναντίον του έναν στόλο του συμμάχου τους, του Τούρκου εμίρη της Σμύρνης Ουμούρ Μπεγκ. Οι Τούρκοι του Ουμούρ Μπεγκ αποβιβάστηκαν στο δέλτα του Δούναβη λεηλατώντας την ύπαιθρο και επιτιθέμενοι σε διπλανές Βουλγαρικές πόλεις. Ο Ιβάν-Αλεξάνταρ, αναγκασμένος να περιορίσει τις απαιτήσεις του, εισέβαλε ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο τέλος του 1341, ισχυριζόμενος ότι κλήθηκε από τον λαό της Αδριανούπολης.[16] Τα στρατεύματα όμως του Ιβάν-Αλεξάνταρ ηττήθηκαν δύο φορές δίπλα στην πόλη από τους Τούρκους συμμάχους των Βυζαντινών.city.[17] Μεταξύ 1341-1347 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν βυθισμένη σε ένα παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Άννας της Σαβοΐας, αντιβασίλισσας του Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του προοριζόμενου κηδεμόνα του, Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Οι γείτονες των Βυζαντινών εκμεταλλεύτηκαν τον εμφύλιο και ενώ ο Στέφανος-Ούρος Δ΄ Δουσάν της Σερβίας πήρε το μέρος του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ στήριξε τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και την αντιβασίλισσα μητέρα του.[5] Παρόλο που οι δύο Βαλκάνιοι βασιλείς διάλεξαν αντιμαχόμενες πλευρές στον Βυζαντινό εμφύλιο, διατήρησαν τη μεταξύ τους συμμαχία. Ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη, η αντιβασίλισσα παραχώρησε στον Ιβάν-Αλεξάνταρ τη Φιλιππούπολη (σημερινό Πλόβντιβ) και εννέα σημαντικά οχυρά στα βουνά της Ροδόπης το 1344.[3][18] Αυτή η ειρηνική αλλαγή ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία στην εξωτερική πολιτική του Ιβάν-Αλεξάνταρ. Η άνοδος της Σερβίας και η Οθωμανική απειλήΤην ίδια περίοδο ο βασιλιάς της Σερβίας εκμεταλλεύτηκε τον Βυζαντινό εμφύλιο για να κατακτήσει την περιοχή της Μακεδονίας, το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας και τη βόρεια Ελλάδα. Το 1345 άρχισε να αποκαλεί τον αυτό του «αυτοκράτορα των Σέρβων και των Ελλήνων» και το 1346 στέφθηκε ως τέτοιος από τον Πατριάρχη Σερβίας (τίτλος που μόλις είχε θεσπιστεί).[5] Αυτές οι πράξεις, που προκάλεσαν αγανάκτηση στους Βυζαντινούς, φαίνεται πως υποστηρίχθηκαν από τη Βουλγαρία, καθώς ο Πατριάρχης της Βουλγαρίας Συμεών είχε συμμετάσχει και στη δημιουργία του Σερβικού Πατριαρχείου και στην αυτοκρατορική στέψη του Στέφανου-Ούρος Δ΄ Δουσάν[19] Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1340, πολύ λίγα πράγματα θύμιζαν τις αρχικές επιτυχίες του Ιβάν-Αλεξάνταρ. Οι Τούρκοι σύμμαχοι του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού λεηλάτησαν τμήματα της Βουλγαρικής Θράκης το 1346, το 1347, το 1349, το 1352 και το 1354, στα οποία πρέπει να προστεθεί και η ερήμωση από τη Μαύρη Πανώλη.[20] Οι απόπειρες των Βουλγάρων να αποκρούσουν τους εισβολείς απέτυχαν κατ' εξακολούθηση, ενώ ο τρίτος γιος του Ιβάν-Αλεξάνταρ και συναυτοκράτορας, Ιβάν-Ασέν Δ΄, σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Τούρκων το 1349, όπως και ο αδελφός του Μιχαήλ-Ασέν Δ΄ το 1355 ή λίγο ενωρίτερα.[21] Το 1351 ο Βυζαντινός εμφύλιος είχε τελειώσει, και ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός είχε συνειδητοποιήσει την Οθωμανική απειλή στη Βαλκανική χερσόνησο. Έκανε έκκληση στους βασιλείς της Σερβίας και της Βουλγαρίας να ενώσουν τις προσπάθειές τους εναντίον των Τούρκων και ζήτησε από τον Ιβάν-Αλεξάνταρ χρήματα για να κατασκευάσει πολεμικά πλοία,[5][22] όμως οι εκκλήσεις του δεν απέδωσαν, καθώς οι γείτονές του δεν είχαν εμπιστοσύνη στις προθέσεις του.[23] Ακολούθησε μια νέα απόπειρα για συνεργασία μεταξύ Βουλγαρίας και Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1355,[24] όταν ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και έγινε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος. Για να παγιωθεί η συνθήκη, η κόρη του Ιβάν-Αλεξάνταρ Κυράτζα Μαρία [25] παντρεύτηκε τον μέλλοντα Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Δ΄ Παλαιολόγο,[3] η συνθήκη όμως τελικά δεν απέδωσε απτά αποτελέσματα.[26] Περαιτέρω προβλήματα σταθερότητας και εξωτερικές συγκρούσειςΟ Ιβάν-Αλεξάνταρ χώρισε την πρώτη του σύζυγο, Θεοδώρα της Βλαχίας (το 1349 περίπου) και νυμφεύτηκε μια προσήλυτη Εβραία, επίσης με το όνομα Θεοδώρα.[5] Από τον νέο γάμο απέκτησε νέους γιους, τους οποίους έστεψε και αυτούς συμβασιλείς, τον Ιβάν-Σισμάν περί το 1256 και τον Ιβάν-Ασέν Ε΄ το 1359. Τότε ο τελευταίος επιζών γιος του Ιβάν-Αλεξάνταρ από τον πρώτο του γάμο, ο συμβασιλιάς Ιβάν Σρατσιμίρ, ανεξαρτητοποιήθηκε το 1356,[5] ενώ μόλις μετά βίας έλεγχε πλέον τους άλλους ισχυρούς υποτελείς του, όπως οι ηγεμόνες της Βλαχίας και της Δοβρουτσάς, οι οποίοι πλέον ασκούσαν τη δική τους εξωτερική πολιτική.[27] Από τα μέσα του 14ου αιώνα η Βουλγαρία έπεσε θύμα των φιλοδοξιών του Λουδοβίκου Α΄ Καπετιδών-Ανζού της Ουγγαρίας, ο οποίος προσάρτησε τη Μολδαβία το 1352, εγκαθιστώντας υποτελές πριγκιπάτο στην περιοχή, πριν κατακτήσει το Βιντίν το 1365,[5][22] και πάρει αιχμάλωτο τον Ιβάν Σρατσιμίρ και την οικογένειά του.[5][27] Στο μεταξύ οι Βούλγαροι και οι Βυζαντινοί συγκρούστηκαν ξανά το 1364. Το 1366, όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος επέστρεφε από ταξίδι του στη Δύση, οι Βούλγαροι του αρνήθηκαν να περάσει μέσα από τη Βουλγαρία. Αυτή η στάση των Βουλγάρων είχε ως αποτέλεσμα ο σύμμαχος των Βυζαντινών και εξάδελφος του Ιωάννη Ε΄, Αμεδαίος ΣΤ΄ κόμης της Σαβοΐας, να καταλάβει αρκετές Βουλγαρικές παραθαλάσσιες πόλεις ως αντίποινα, όπως η Αγχίαλος (Πομόριε) και η Μεσημβρία (Νέσεμπαρ), παρόλο που απέτυχε να καταλάβει τη Βάρνα. Υπερφαλαγγισμένος ο Ιβάν-Αλεξάνταρ, αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη.[28] Οι κατειλημμένες πόλεις παραδόθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος πλήρωσε 180,000 φλορίνια στον Ιβάν-Αλεξάνταρ.[5] Ο Βούλγαρος αυτοκράτορας χρησιμοποίησε το ποσό αυτό, όπως και τις εδαφικές παραχωρήσεις που έκανε, για να πείσει τους τουλάχιστον de jure υποτελείς του, Τομπροτίτζα της Δοβρουτσάς[29] και Βλάντισλαβ Α΄ της Βλαχίας[30][31] να επανακατακτήσουν το Βιντίν από τους Ούγγρους.[32] Ο πόλεμος ήταν επιτυχής και ο Ιβάν Σρατσιμίρ επανεγκαταστάθηκε στο Βιντίν το 1369, παρόλο που ο βασιλιάς της Ουγγαρίας τον ανάγκασε να του αναγνωρίσει τη δεσποτεία.[33] Η σχετικά επιτυχής επίλυση της κρίσης στα νοτιοδυτικά δεν βοήθησε να ανακτηθούν οι απώλειες στα νοτιοανατολικά. Προς χειροτέρευση των πραγμάτων, το 1363 οι Οθωμανοί Τούρκοι υπό τον Μουράτ Α΄ κατέλαβαν την Αδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του επεκτεινόμενου κράτους τους. Την ίδια εποχή κατέλαβαν τις Βουλγαρικές πόλεις, Φιλιππούπολη και Στάρα Ζαγόρα.[34] Καθώς η Βουλγαρία και οι Σέρβοι πρόγκιπες της Μακεδονίας ετοιμαζόταν να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον των Τούρκων, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1371.[35] Τον διαδέχτηκαν, ο Ιβάν Σρατσιμίρ στο Βιντίν[22] και ο Ιβάν-Σισμάν στο Τάρνοβο,[22] ενώ οι ηγεμόνες της Δοβρουτσάς και της Βλαχίας απέκτησαν παραπάνω ανεξαρτησία. Πολιτισμός και θρησκείαΚατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιβάν-Αλεξάνταρ, το Δεύτερο Βουλγαρικό κράτος εισήλθε σε μια περίοδο πολιτιστικής αναγέννησης, η οποία συχνά αναφέρεται και ως η «Δεύτερη Χρυσή Εποχή του Βουλγαρικού πολιτισμού»,[36][37] η πρώτη ήταν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών του Μέγα.[38] Κατασκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν ένας μεγάλος αριθμός μοναστηριών και εκκλησιών κατά παραγγελία του Ιβάν-Αλεξάνταρ.[3][39] Τοιχογραφίες του ως δωρητή βρίσκονται στο οστεοφυλάκιο του Μοναστηριού Μπάχκοβο και στις Μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο.[40] Οι πράξεις δωρεάς του Ιβάν-Αλεξάνταρ αποδεικνύουν ότι τα μοναστήρια της Αγίας του Θεού Μητέρας Ελεούσας και του Αγίου Νικολάου στο Νέσεμπαρ επισκευάστηκαν εκείνη την περίοδο,[5][40] όπως και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Πέρνικ σύμφωνα με έγγραφο της Μονής Χιλανδαρίου.[40][41] Επιπροσθέτως ο τσάρος ξεκίνησε την κατασκευή των μοναστηριών στο Ντραγκαλέβτσι και στο Κιλιφάρεβο.[5] Κατά τη βασιλεία του Ιβάν-Αλεξάνταρ άνθησε και η λογοτεχνική δραστηριότητα. Πολλά σημαντικά γραπτά παράχθηκαν αυτή την περίοδο, όπως η μετάφραση του Χρονικού του Μανασσή (1344–1345) στη Μέση Βουλγαρική γλώσσα, το οποίο φυλάσσεται σήμερα στα Μυστικά Αρχεία του Βατικανού στη Ρώμη,[5][42] τα πλούσια εικονογραφημένα Τερταευαγγέλια του Ιβάν-Αλεξάντερ (1355–1356), που εκτίθενται σήμερα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη,[43] το Ψαλτήριο Τόμιτς (1360) που βρίσκεται σήμερα στη Μόσχα,[5] και το Ψαλτήριο της Σόφιας (1337).[44] Η βασιλεία του Ιβάν-Αλεξάνταρ σημαδεύτηκε ακόμη από προσπάθειες να ισχυροποιηθεί η Βουλγάρικη Ορθόδοξη Εκκλησία με τη δίωξη αιρετικών και Εβραίων.[45] Συγκάλεσε δύο αντιαιρετικές εκκλησιαστικές συνόδους, το 1350 και το 1359-1360,[46] οι οποίες καταδίκασαν διάφορες σέκτες[5][45] όπως οι Βογομίλοι, οι Αδαμίτες και οι Ιουδαϊστές.[5][47] Η παράδοση του Ησυχασμού επηρέασε βαθιά συγκεκριμένες περιοχές του Ορθόδοξου κόσμου τον 14ο αιώνα. Ένας σημαντικός Βούλγαρος εκπρόσωπος του κινήματος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιβάν-Αλεξάνταρ ήταν ο Θεοδόσιος του Τάρνοβο.[48] Αυτή την περίοδο, το Βουλγαρικό βασίλειο είχε εμπορικές σχέσεις με τις μεσογειακές θαλάσσιες δυνάμεις της Βενετίας, της Γένοβας και της Ραγκούσας.[49] Το 1353, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ εξέδωσε ένα διάταγμα που επέτρεπε στους Βενετούς έμπορους να πωλούν και να αγοράζουν προϊόντα σε όλη τη Βουλγαρική επικράτεια, αφού ο Δόγης Αντρέα Ντάντολο τον διαβεβαίωσε ότι θα τηρήσουν τις προηγούμενες συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών.[50] Στα σύγχρονα χρόνια, η ηγεμονία του Ιβάν-Αλεξάνταρ ενέπνευσε τον εθνικό συγγραφέα της Βουλγαρίας, Ιβάν Βάζοφ να γράψει το διήγημα Ivan-Aleksandǎr[51] και το δράμα Kǎm propast (Προς την άβυσσο),[51] στα οποία κύριος χαρακτήρας είναι ο τσάρος. Τη δεκαετία του 1970 βρέθηκε σε έναν τάφο ευγενούς δίπλα στο Πιρότ ένα κομμάτι ύφασμα υπογεγραμμένο από τον Ιβάν-Αλεξάνταρ και συνυφασμένο με χρυσό, το οποίο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο της Σερβίας στο Βελιγράδι. Είναι το πρώτο εύρημα του είδους του, δείχνοντας μια μεσαιωνική παράδοση που πιστοποιείται από γραπτές μαρτυρίες, σύμφωνα με την οποία οι Ορθόδοξοι ηγεμόνες προσέφεραν στους πιο επιφανείς αξιωματούχους τους ένα κομμάτι ενδύματος το οποίο είχαν φορέσει οι ίδιοι.[52] ΟικογένειαΑπό την πρώτη του γυναίκα Θεοδώρα της Βλαχίας, κόρη του Μπασαράμπ Α΄ πρίγκιπα της Βλαχίας, ο Ιβάν-Αλεξάνταρ έκανε αρκετά παιδιά, μεταξύ τον οποίων:
Από τη δεύτερη σύζυγό του Σάρα (Θεοδώρα), ο Ιβάν-Αλεξάνταρ απέκτησε τα εξής τέκνα:
ΧρονολόγιοΠαραπομπές
Πηγές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|