Κοκκινούρης
Ο Κοκκινούρης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Phoenicurus phoenicurus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[3] Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Phoenicurus phoenicurus samamisicus, αλλά κατά τη μετανάστευση υπάρχει ανάμιξη και με τους πληθυσμούς του ετέρου υποείδους Phoenicurus phoenicurus phoenicurus.[3] ΟνοματολογίαΗ επιστημονική ονομασία του γένους Phoenicurus, είναι ελληνική, προέρχεται από τις επιμέρους λέξεις φοίνιξ + ουρά και, σημαίνει «αυτός που έχει πορφυρή ουρά», με σαφή αναφορά στο χρώμα της συγκεκριμένης περιοχής του πτηνού. Η λέξη φοίνιξ συνδέεται με το επίθετο φοινός «κόκκινος» και, μπορεί να ερμηνευτεί ως παράγωγο του επιθέτου αυτού με το σπάνιο επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. κίλ-ιξ, πέρδ-ιξ).[4] Συστηματική ΤαξινομικήΤο είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, το 1758, ως Motacilla phoenicurus. http://ibc.lynxeds.com/species/common-redstart-phoenicurus-phoenicurus Αρχειοθετήθηκε 2013-05-12 στο Wayback Machine. Η ταξινομική του πτηνού είναι ξεκάθαρη, με την αναγνώριση 2 υποειδών που, σε κάποιες περιοχές φαίνεται να υβριδίζονται (βλ. Γεωγραφική κατανομή υποειδών). Ο κοντινότερος συγγενής του είδους, είναι το Phoenicurus moussieri της περιοχής του Άτλαντα στο Μαρόκο, αν και τα λίγα δείγματα που έχουν συλλεγεί, οδηγούν σε κάποια αβεβαιότητα για την ορθότητα της συγκεκριμένης άποψης.[5] Οι παλαιότεροι πρόγονοι του είδους φαίνεται να ήσαν κοινοί με εκείνους του καρβουνιάρη, με τον διαχωρισμό να πραγματοποιείται περίπου 3 εκατ. χρόνια πριν, στην Πιατσέντσια Εποχή του Πλειόκαινου. Θεωρητικά, σε γενικές γραμμές, ο κοκκινούρης και ο καρβουνιάρης, μπορούν να αλληλοϋπάρχουν και να διασταυρώνονται, σχηματίζοντας υγιή και γόνιμα υβρίδια, ωστόσο διαχωρίζονται από διαφορετική ηθολογία και οικολογικές προϋποθέσεις, γι’αυτό σπάνια εμφανίζονται στη φύση.[6] Γεωγραφική κατανομή υποειδώνΟ κοκκινούρης είναι ένα πλήρως μεταναστευτικό είδος με κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και μέρος της κεντρικής Ασίας, όπου απαντά τα καλοκαίρια ως αναπαραγωγικό πτηνό. Αντίθετα, οι επικράτειες της Αφρικής (και τμήμα της ΝΔ Ασίας), χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως περιοχές διαχείμασης. Στις νότιες περιοχές της επικρατείας φαίνεται να περιορίζεται σε ορεινές περιοχές. Στην Ιβηρική χερσόνησο είναι αρκετά περιορισμένο, ενώ από τα νησιά της Σκωτίας φαίνεται να απουσιάζει.
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο) Μεταναστευτική συμπεριφοράΟ Κοκκινούρης είναι μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων αποστάσεων ενώ, είναι χαρακτηριστικό ότι η φθινοπωρινή αποδημία ξεκινάει από πολύ νωρίς. Η αναχώρηση γίνεται από τα μέσα Ιουλίου (για τα νεαρά άτομα) και συνήθως ολοκληρώνεται στα τέλη Σεπτεμβρίου, με την κορύφωση στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου. Πολύ σπάνια μπορεί να επεκταθεί μέχρι τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο. Η ανοιξιάτικη μετανάστευση πραγματοποιείται συνήθως σε πιο ανατολικές διαδρομές και αρχίζει γύρω στον Μάρτιο. Στις περιοχές αναπαραγωγής, τα πρώτα πουλιά φθάνουν στα τέλη Μαρτίου, ενώ ο κύριος όγκος καταφθάνει μεταξύ μέσων Απριλίου και αρχών Μαΐου. Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τις Φερόες, τη Ρουάντα, την Τανζανία, τη Ζιμπάμπουε και τις Σεϋχέλλες.[1] Στην Ελλάδα, ο κοκκινούρης απαντά τόσο ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στη βόρεια χώρα, όσο και διαβατικός κατά την εαρινή (Μάρτιος) και τη φθινοπωρινή (Σεπτέμβριος έως αρχές Οκτωβρίου) μετανάστευση σε όλη την επικράτεια.[9][10] ΒιότοποςΟ κοκκινούρης προτιμάει τις ανοικτές δασικές εκτάσεις (ιδιαίτερα τις παρυφές τους) με ώριμα δένδρα σημύδας και βελανιδιάς με μεγάλη, ωστόσο, ορατότητα και μικρές ποσότητες θάμνων και βλάστησης, ιδίως όταν τα δέντρα είναι αρκετά μεγάλα για να έχει τρύπες κατάλληλες για τη φωλιά του. Στη Βρετανία αυτό συμβαίνει κυρίως στις ορεινές περιοχές που πλήττονται λιγότερο από την εντατικοποίηση της γεωργίας, αλλά πιο ανατολικά στην Ευρώπη, απαντά συχνότερα και σε πεδινές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των παλαιών κήπων στις αστικές περιοχές, οπωρώνες ή και πάρκα βιομηχανιών. Στην κεντρική Ευρώπη, σπάνια απαντά σε δάση με κωνοφόρα,[11] Σε μεγαλύτερα υψόμετρα, συχνάζει συνήθως σε περιοχές οικισμών με ώριμα δέντρα, αλλά και φυσικά, ανοικτά βουνίσια δάση κάτω από την αλπική γραμμή των πευκοδασών. Στη Σκανδιναβία εμφανίζεται σε υψόμετρα έως 700, στα Σουδήτεια όρη και τις Άλπεις στα 1300 με 2000 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[12] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα 5 κύρια οικοσυστήματα που, στατιστικά προτιμάει το είδος είναι: Λιβάδια, Δάση Πλατύφυλλων, Ερεικώνες, Τυρφώνες και Δάση Κωνοφόρων.[13] Στην Ελλάδα, απαντά σε φυλλοβόλα δάση, ελαιώνες, περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, άλση, κήπους, παραποτάμιες περιοχές, αλλά και σε πευκώνες.[14] ΜορφολογίαΟ κοκκινούρης, είναι πουλί που παρουσιάζει έντονο φυλετικό διμορφισμό στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα. Το αρσενικό ξεχωρίζει εύκολα με τον τριπλό χρωματισμό του, ενώ τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα είναι πιο «θαμπά» και μοιάζουν αρκετά με μικρά αηδόνια, σε κάποιον μη έμπειρο παρατηρητή. Το αρσενικό έχει ανοικτοτεφρόχρωμη ράχη, μαύρο πρόσωπο και ξανθοκόκκινο στήθος και, αυτός ο τριπλός συνδυασμός χρωμάτων το κάνουν εύκολα αναγνωρίσιμο στο πεδίο. Πιο αναλυτικά, το αναπαραγόμενο αρσενικό, έχει μαύρο μέτωπο αλλά με πολύ χαρακτηριστική λευκή ζώνη στο πάνω μέρος του, μαύρο πηγούνι και λάρυγγα, ενώ η κορυφή του κεφαλιού και, όλη η ράχη μέχρι σχεδόν το ουροπύγιο είναι ανοικτοτεφρόχρωμες. Το ουροπύγιο, οι πλευρές, το στήθος και τα κάτω καλυπτήρια είναι πυρόξανθα/ξανθοκόκκινα. Οι πτέρυγες και και τα δύο κεντρικά πηδαλιώδη φτερά είναι σκούρα καφέ, ενώ τα υπόλοιπα πηδαλιώδη της ουράς είναι λαμπερά πορτοκαλοκόκκινα. Το ράμφος και οι ταρσοί έχουν μαύρο χρώμα, ενώ η κοιλιά είναι πιο ανοικτόχρωμη από το στήθος. Στο μη αναπαραγωγικό πτέρωμα του φθινοπώρου, εμφανίζονται λευκές άκρες στα μαύρα φτερά του λάρυγγα, ενώ η λευκή ταινία του μετώπου γίνεται πολύ αχνή. Τα θηλυκά έχουν, σε όλες τις εποχές, καφετί ομοιόμορφο πτέρωμα με πιο αχνές περιοχές, ιδιαίτερα στο στήθος, ενώ δεν διαθέτουν το μαύρο χρώμα στο πρόσωπο και στο σαγόνι του αρσενικού, αντίθετα, αυτές οι περιοχές έχουν υπόλευκο χρώμα. Τα νεαρά άτομα είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν με βάση, μόνον, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πτερώματός τους και, μοιάζουν με τα μικρά του κοκκινολαίμη.[11]
Βιομετρικά στοιχεία
ΤροφήΟ κοκκινούρης τρέφεται με λεία που συλλαμβάνει στον αέρα αλλά και στο έδαφος. Συνηθίζει να εποπτεύει τον χώρο από υψηλότρα σημεία, όπως κορυφές θάμνων, ψηλά κλαδιά, κ.ο.κ. Συχνά συλλαμβάνει έντομα εν πτήσει με τη μέθοδο των μυγοχαφτών.[11] Η τροφή του αποτελείται κυρίως από διάφορα έντομα, αράχνες και αραχνίδια (φαλάγγια). Μεγάλο ποσοστό αποτελούν οι μέλισσες, οι σφήκες, οι μύγες και τα κολεόπτερα. Στο έδαφος συλλαμβάνονται κυρίως σκαθάρια και οι προνύμφες τους, μυριάποδα (σαρανταποδαρούσες), σκουλήκια και σαλιγκάρια. Οι πεταλούδες παίζουν ρόλο, κυρίως ως τροφή για τους νεοσσούς, ιδιαίτερα οι κάμπιες τους. Τέλος, βατόμουρα (berries) και άλλα φρούτα καταναλώνονται κατά καιρούς, είτε από τους νεοσσούς, είτε από τα ενήλικα πουλιά. Ζωτικός χώροςΟ χώρος που απαιτείται για το είδος κατά την περίοδο φωλιάσματος, είναι περίπου ένα (1) εκτάριο, αλλά σε ευνοϊκές συνθήκες ενδιαιτημάτων, η τιμή αυτή είναι χαμηλότερη. Ωστόσο, η πυκνότητα του πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί εντυπωσιακά, όταν υπάρουν τεχνητές φωλιές, ιδιαίτερα στα αστικά πάρκα, όπου, μέχρι 25 αναπαραγωγικά ζευγάρια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο έχουν παρατηρηθεί. Υψηλή πυκνότητα σημειώνεται επίσης σε βαλτώδεις περιοχές κοντά σε πεδινά δάση (10-17ζεύγη/ χλμ²), αλλά και σε αμμόλοφους στην Ολλανδία (5,3 - 6,52 ζεύγη/ χλμ²).[15] Στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ωστόσο, μέχρι 2 ζεύγη / χλμ², είναι το φυσιολογικό, ενώ σε μεγαλύτερες εκτάσεις που καλύπτονται από δάση, όπως σε δάση σημύδας στη νότια Λαπωνία, υψηλότερες πυκνότητες (5-11 ζεύγη/χλμ²), έχουν καταγραφεί. ΑναπαραγωγήΗ περίοδος αναπαραγωγής των κοκκινούρηδων ξεκινάει συνήθως στις αρχές Απριλίου, με τα αρσενικά να καταφθάνουν πρώτα στις περιοχές φωλιάσματος, που βρίσκονται συνήθως σε στις παρυφές των δασικών ξεφώτων, όπου υπάρχει μικρή μόνον εντατικοποίηση της καλλιεργήσιμης γης. Ωστόσο, χρησιμοποιούν για την κατασκευή της φωλιάς τους, διάφορα οικοσυστήματα όπως, πάρκα, παλιούς οπωρώνες, βραχώδεις λόφους με διάσπαρτα δένδρα, ερείπια και λατομεία.[16] Πολύ συχνά χρησιμοποιούν τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές, ιδιαίτερα στα αστικά πάρκα των βορειοευρωπαϊκών χωρών (βλ. Ζωτικός χώρος). Στα δάση κωνοφόρων της Φινλανδίας, οι φωλιές βρίσκονται συχνά στο έδαφος. Γενικά, είναι μονογαμικά πουλιά, αλλά έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις διγυνίας, οπότε ένα αρσενικό ζευγαρώνει με δύο θηλυκά. Πάντως η επιλογή του χώρου φωλιάσματος, γίνεται από το θηλυκό. Η φωλιά βρίσκεται συνήθως σε κουφάλες δένδρων (συχνά φωλιές δρυοκολαπτών), τρύπες σε πασάλους φρακτών, ή είναι μια τρύπα στον βράχο, σε τοίχο, ή σε γείσο κτηρίου, ενώ μπορεί να χρησιμοποιούνται παλιές χελιδονοφωλιές. Σπανιότερα, η φωλιά βρίσκεται στο έδαφος, σε όχθες ποταμών, ή ανάμεσα σε ρίζες δένδρων, ενώ όταν βρίσκεται πάνω στα δένδρα, είναι συνήθως κατασκευασμένη ψηλά. Η ίδια η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και, είναι ένας σωρός από ξερό γρασίδι, βρύα, ρίζες, φλούδες από φλοιό δένδρων, μαλλί και τρίχες και, στο εσωτερικό της επιστρώνεται με τρίχες και φτερά.[17] Είναι χαρακτηριστικό ότι, το εσωτερικό της φωλιάς δεν είναι εντελώς σκοτεινό και πρέπει να φωτίζεται, είτε από την είσοδο, είτε από δεύτερο άνοιγμα που κάνει το πουλί. Η κατασκευή και επίστρωση της φωλιάς διαρκεί από 2 έως 8 ημέρες, περίπου και, οι μέσες διαστάσεις της είναι 60-65 χιλιοστά πλάτος και 25-48 χιλιοστά βάθος. Η γέννα που πραγματοποιείται εφάπαξ ή σπανίως και δεύτερη φορά,[18] αποτελείται συνήθως από 6-7, σπάνια 4-10 αβγά, με την εναπόθεση να γίνεται ανά δύο ημέρες. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού και, διαρκεί 11-14 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, επιτηρούνται και σιτίζονται και από τους δύο γονείς και, μένουν στη φωλιά για 14-20 ημέρες, περίπου.[19] Όταν η φωλιά περιέχει περισσότερα αβγά από το συνηθισμένο, τότε μάλλον πρόκειται για γέννα και δεύτερου θηλυκού. Τα νεαρά πουλιά φεύγουν πολύ γρήγορα για τους τόπους διαχείμασης και, είναι ενεργά αναπαραγωγικά από το πρώτο έτος της ηλικίας τους. Στην Ελλάδα, ο κοκκινούρης έρχεται τα καλοκαίρια για να φωλιάσει στη βόρεια χώρα, κυρίως.[9][10] Κατάσταση πληθυσμούΣτις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του είδους, είχαν υποστεί δραματική μείωση, κυρίως λόγω της καταστροφής των ενδιαιτημάτων στους χώρους φωλιάσματος και, τις αλλαγές στις περιοχές διαχείμασης (Αφρική), ως συνέπεια της εντατικής χρήσης φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων, ιδιαίτερα στην περιοχή του Σαχέλ. Αργότερα, οι πληθυσμοί ανέκαμψαν σημαντικά και, σήμερα, εμφανίζουν ελαφρά αύξηση, με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από το Πανευρωπαϊκό Πρόγραμμα Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδίας, P. Voříšek in litt. 2008), γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1] Ο κοκκινούρης ήταν το 2011 στη Γερμανία και την Αυστρία το «Πτηνό της Χρονιάς» και, στην Ελβετία το 2009.[20] Άλλες ονομασίεςΣτον ελλαδικό χώρο o Κοκκινούρης απαντάται και με τις ονομασίες Κοκκινούρα, Κοκκινόκωλος, Φοινίκουρος, Σπεντζάς [21] και Κοκκινοφοινίκουρος.[9] Παραπομπές
Πηγές
|