Παλαιοσιβηρικές γλώσσες
Παλαιοσιβηρική ονομάζεται μια οικογένεια γλωσσών που ομιλούνται αποκλειστικά από ιθαγενείς φυλές στις τούνδρες της ρωσικής Άπω Ανατολής. Συμβατικά τα φύλα αυτά αποκαλούνται Παλαιοσιβηρικά. Η οικογένεια αποτελείται από τρεις κλάδους. Σε παρένθεση αναγράφεται ο αριθμός όσων δήλωσαν πως γνωρίζουν κάθε γλώσσα στην παρρωσική απογραφή του 2002, όμως ο πραγματικός αριθμός ομιλητών είναι μικρότερος, αφού δε διευκρινίζεται πόσοι τη χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους:
Οι τρεις αυτοί κλάδοι δε συγκροτούν οικογένεια με το κλασικό κριτήριο της καταγωγής από την ίδια πρωτογλώσσα, αλλά στη βάση του κοινού ετεροπροσδιορισμού: καμία παλαιοσιβηρική γλώσσα δε συγγενεύει με τις αλταϊκές (κυρίως τουνγκουζικές και τουρκικές), που εμφανίσθηκαν στην περιοχή κατά το μεσαίωνα και κυριαρχούσαν έως την έλευση των Ρώσων. Πρόκειται δηλαδή για απόλυτα τεχνικό όρο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει κάποιες απομονωμένες γλώσσες επειδή δε μπορούν να καταταχθούν αλλού, και όχι για πραγματική γλωσσική οικογένεια. Καμία παλαιοσιβηρική γλώσσα δεν ήταν γραπτή έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι πρώτες απόπειρες για δημιουργία αλφαβήτων έγιναν από σοβιετικούς γλωσσολόγους, προσαρμόζοντας είτε το λατινικό είτε το κυριλλικό. Στη δεκαετία του '30 συντάχθηκαν γραμματική και συντακτικό, γράφτηκαν σχολικά αναγνωστικά και δόθηκαν κίνητρα για τη συγγραφή ή μετάφραση λογοτεχνίας στις τοπικές γλώσσες. Σήμερα σε όλες τις γλώσσες της οικογένειας χρησιμοποιούνται παραλλαγές του κυριλλικού αλφαβήτου. Οι παλαιοσιβηρικές γλώσσες βρίσκονται πια σε ύφεση, έχοντας εκτοπισθεί από τη ρωσική. Ομιλούνται κυρίως από τις μεγαλύτερες ηλικίες, αφού οι νεότερες γενιές (ειδικά όσοι έχουν εγκαταλείψει το νομαδικό τρόπο ζωής των προγόνων τους) είτε δεν τις γνωρίζουν καθόλου, είτε μπορούν να τις καταλάβουν αλλά όχι να τις μιλήσουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πλέον ομιλούμενης γλώσσας της οικογένειας: ενώ το 2002 υπήρχαν 15.767 άνθρωποι που αυτοπροσδιορίστηκαν εθνικά ως Τσούκτσι, ήταν μόλις 7.742 (49%) αυτοί που δήλωσαν ότι γνωρίζουν την τσουκοτική. Εξωτερικοί σύνδεσμοι (στην αγγλική)
|