ΠηδάλιονΤo «Πηδάλιο» αποτελεί συλλογή κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που εκπονήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από τους λόγιους αγιορείτες μοναχούς Νικόδημο Αγιορείτη και Αγάπιο, σε δημώδη γλώσσα, και περιέχει παράθεση, ερμηνεία και «συμφωνία» των κανόνων των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών συνόδων, των τοπικών συνόδων και των Πατέρων της εκκλησίας, με σκοπό, όπως εξαγγέλλεται στο προοίμιο του βιβλίου, να ωφεληθούν οι χριστιανοί. Στις εκτεταμένες υποσημειώσεις, οι δύο μοναχοί ασχολούνται με πολλά σύγχρονά τους θέματα και συνήθειες, που κάποιες φορές υπερβαίνουν το κείμενο του κανόνα. Ιστορικό και περιεχόμενοΤο Κανονικό Δίκαιο, ως επιστήμη, άρχισε να καλλιεργείται κατά την 2η χιλιετία μ.Χ., αν και οι πρώτες του καταβολές φτάνουν μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα[1]. Πληρέστερες επιστημονικές προσπάθειες για την κατάρτηση συλλογών των Ιερών Κανόνων εμφανίζονται τον 6ο αιώνα. Στις αρχές του ανάγεται η λεγόμενη «Κανονική Σύνοψις», η οποία αποδίδεται στον Στέφανο τον Εφέσιο όπως και η συλλογή Ιερών Κανόνων που μνημονεύεται από τον Ιωάννη Σχολαστικό, τον μετέπειτα (566-578) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επίσης, κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα συνέταξε συστηματική κανονική συλλογή. Η καλλιέργεια του Κανονικού Δικαίου συνεχίστηκε και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Ο βιογράφος του αγ. Νικοδήμου, ιερομόναχος Ευθύμιος, μαρτυρεί ότι ολόκληρη η εργασία του «Πηδαλίου» ανήκει στον Νικόδημο τον Αγιορείτη και πως η συνεργασία με τον Αγάπιο δεν προσέφερε ουσιαστική συγγραφική βοήθεια[3]. Για την ολοκλήρωση του «Πηδαλίου» χρειάστηκαν τρία χρόνια σκληρής εργασίας στη διάρκεια των οποίων ο Νικόδημος ανέτρεξε στους Κανονικούς ή Νομικούς Πανδέκτες που προϋπήρχαν, μελέτησε σε βάθος όλο το σχετικό υλικό που βρήκε και συμβουλεύτηκε τους Πατέρες της εκκλησίας. Συστηματοποίησε σε σχετικές εννοιολογικές ομάδες τους ιερούς κανόνες αφού τους πέρασε από αυστηρή φιλολογική κριτική. Ως συγκεκριμένες πηγές αναφέρονται οι εγκεκριμένες από την Εκκλησία ερμηνείες των ιερών κανόνων του Ιωάννου Ζωναρά (12ος αι.), του Θεοδώρου Βαλσαμώνος (13ος αι.), του Αλεξίου Αριστηνού (12ος αι.). Επίσης χρησιμοποίησε το νομοκάνονα του Ματθαίου Βλαστάρεως (14ος αι.), τις ερμηνείες των ι. κανόνων στα Αραβικά του Ιωσήφ του Αιγυπτίου (14ος αι.) και τα νομοκάνονα του Ιωάννου του Αντιοχέως και Ιωάννου του από σχολαστικών. Πιο πριν είχε υπ' όψη του το έργο «Νομοκάνων» του ιερού Φωτίου και τη βίβλο Index graecorum από τα Λατινικά. Τέλος, θεσπίσματα και νόμοι βασιλέων όπως και πολυάριθμες παραθέσεις από έργα εκκλησιαστικών ανδρών συμπληρώνουν τις επιστημονικές του πηγές[4]. ΔομήΗ μέθοδος που ακολουθείται ση διαπραγμάτευση κάθε κανόνα είναι : στην αρχή προτάσσεται το κείμενο του κανόνα. Στη συνέχεια παρατίθεται η ερμηνεία του κανόνος στην απλή νεοελληνική γλώσσα για τους απλοϊκούς και ασόφουςΜε νέα εξ αρχής διατύπωση των εξηγήσεων του Ιωάννη Ζωναρά, Θεόδωρου Βαλσαμώνος και του Αλέξιου Αριστεινού, διατύπωση που φέρει την προσωπική σφραγίδα τους[5]. ΚριτικήΕίναι αλήθεια ότι διαφωνίες ακούστηκαν αρκετές φορές, κυρίως για το ύφος του «Πηδαλίου». Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς[6], ενώ είναι αυτός που τιμά τον άγιο Νικόδημο, «το μεταφραστή του Συμεών του Νέου Θεολόγου», αυτόν «που ξαναθύμισε στους Ορθοδόξους τον Γρηγόριο Παλαμά και τη διδασκαλία του», τον εκδότη της Φιλοκαλλίας, την οποία ονομάζει «επίτευγμα» και «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας»[7], ταυτόχρονα, κατηγορεί το «Πηδάλιον» για «λογική της δικανικής θεολογίας των Δυτικών, που προϋποθέτει νομικές κωδικοποιήσεις για ευκολότερη αντικειμενική προσμέτρηση της ενοχής και των συνεπειών της»[8] και θεωρεί «μάλλον αναπόφευκτο, ένα συνεχώς και μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων να διαρρηγνύει τη σχέση του με την Εκκλησία, ύστερα από μία και μόνη έστω εμπειρία τραυματικής εξομολόγησης με τις προδιαγραφές της δικανικής συναλλαγής»[9]. Ο αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμου, στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του στη φωτογραφική ανατύπωση της Γ' Έκδοσης του Πηδαλίου (σελ. ιη'-ιθ') αναφέρει σχετικά:
Και διευκρινίζει (σελ. ιε'):
Η Θέση του «Πηδαλίου» στην Ορθόδοξη ΕκκλησίαΤο «Πηδάλιον» ανήκει στις «επίσημες συλλογές» κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας[10] και θεωρείται ως η «πληρεστέρα και πλουσιωτέρα μέχρι των χρόνων των[11] συλλογή», ενώ ως «πληρεστέρα και επιστημονικότερα συλλογή» μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζεται το «Σύνταγμα των θείων και Ιερών Κανόνων» των Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή[12]. Το «Πηδάλιον» τυπώθηκε για πρώτη φορά, μετά από κάποιες περιπέτειες, στη Λειψία το έτος 1800, ενώ έχει εγκριθεί από την Πατριαρχική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1791 όπως και το 1841 κατά τη δεύτερη έκδοσή του. Ασφαλώς, το περιεχόμενο του αποτελείται από δύο τμήματα: τους Ιερούς Κανόνες και τα ερμηνευτικά σχόλια του αγ. Νικοδήμου. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, θεωρείται «ο μεγαλύτερος από τους νεώτερους κανονολόγους»[13], αλλά «βεβαίως οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ της συλλογής των ιερών πράγματι κανόνων και του όλου συγγράμματος του «Πηδαλίου», το οποίο εκτός από τους ιερούς κανόνες περιλαμβάνει και ερμηνείες αυτών, ή και διάφορες σημειώσεις και υποσημειώσεις επ' αυτών»[14]. Σε κάθε περίπτωση, ο άγιος Νικόδημος περιβάλλεται με κύρος από την Ορθόδοξη Εκκλησία που «αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τoν Ιωάννη Δαμασκηνό, όπως [...] τo Νικόδημο τoν Αγιορείτη και πολλούς άλλους»[15] ενώ «το κύρος του [...] Νικόδημου του Αγιορείτου ανεγνωρίσθη [...] και εξήρθη κατόπιν της ανακηρύξεως του ως αγίου της Εκκλησίας»[16]. Βεβαίως, μόνον «η Εκκλησία ως όλον είναι αλάθητος, επομένως [...] ουδείς πιστός, ως άτομον δύναται να είναι αλάθητος»[17]. Όπως σχετικά ο Ειρηναίος παρατηρεί «όπου η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού, και όπου το Πνεύμα του Θεού εκεί και η Εκκλησία και πάσα χάρις»[18]. Αυτό σημαίνει πως, ακόμη κι αν κάποιος εκφράσει διαφορετική άποψη επάνω σε κάποια από τα σχόλια του αγίου Νικοδήμου, ο ρόλος των Ιερών Κανόνων στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, άσχετα με τη γνώμη οποιουδήποτε ή την κριτική που μπορεί κάποιος να ασκήσει σ' αυτούς, δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, καθώς έχουν περιβληθεί με «ακατάλυτο» Οικουμενικό κύρος:
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία
|