Σαν ΚάντιντοΣυντεταγμένες: 46°43′58.339″N 12°16′45.001″E / 46.73287194°N 12.27916694°E
Το Σαν Κάντιντο (ιταλικά: San Candido, προφέρεται: [saŋ ˈkandido]) ή Ίννιχεν (γερμανικά: Innichen[4], προφέρεται: [ˈɪnɪçn̩]) είναι κωμόπολη της Ιταλίας με 3172 κατοίκους.[5] Βρίσκεται στην περιοχή της Άνω Πουστερίας στην Αυτόνομη επαρχία του Μπολτσάνο στις Άλπεις στα σύνορα με την Αυστρία. Διοικητικά ανήκει στον ιταλικό δήμο "comune delle Tre Cime" (Δήμος των τριών κορυφών) με πρωτεύουσα το Ντομπιάκο, που περιλαμβάνει και την κωμόπολη Σέστο. Το 84,84% των κατοίκων μιλάνε Γερμανικά, το 14,78% Ιταλικά και 0,38% Λαδινικά.[6] Η περιοχή που βρίσκεται η κωμόπολη αποτελεί την λεκάνη απορροής του Δούναβη, ενώ από τοποθεσία κοντά στην πόλη πηγάζει ο Ντράβα, ένας από τους παραποτάμους του. ΙστορίαΑναφέρεται για πρώτη φορά με το όνομα Ίντια (India) το 769, Ίντιχα (Intihha) το 822 και Intichingen το 1070. Πιστεύεται ότι προέρχεται από τα λατινικά "Indius" ή "Intica".[7][8] Το ιταλικό όνομα της πόλης Σαν Κάντιντο δόθηκε όταν η πόλη πέρασε στην Ιταλία μετά από πρόταση του Ettore Tolomei ο οποίος είχε προτείνει την Drava San Candido. Στην περιοχή αρχικά ιδρύθηκε ένα μοναστήρι το 769 από τον Βαυαρό δούκα. Τότε η περιοχή ανήκε στο δουκάτο της Βαυαρίας και γύρω από αυτό το μοναστήρι δημιουργήθηκε η σημερινή πόλη. Η πόλη εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της περιοχής, αργότερα πέρασε στην εξουσία του κόμη του Τιρόλο, Σλάβων, και τέλος της Αυστρίας. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή ήταν δίπλα στο μέτωπο του πολέμου της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Με τη συνθήκη του 1919 η πόλη πέρασε στην κατοχή της Ιταλίας. Τότε χτίστηκαν δυο στρατόπεδα στην πόλη για τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής. Το Ίννικεν αποτελούσε το τέλος της σιδηροδρομικής γραμμής του αυστριακού δικτύου που την ένωνε με την υπόλοιπη Αυστρία. ΜνημείαΤο οχυρωμένο συγκρότημα Stiftskirche Innichen είναι το σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης. Χτίστηκε το 1043 στον χώρο του μοναστηριού των Βενεδικτίνων που ιδρύθηκε το 769 από τον Tassilo ΙΙΙ της Βαυαρίας και στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους Σλάβους. Χαρακτηριστικό του είναι ο πανύψηλος πύργος ενώ στο εσωτερικό του φιλοξενεί πολλά έργα τέχνης και πίνακες ζωγραφικής[9]. Θεωρείται το πιο σημαντικό μνημείο ρομανικού ρυθμού στο Νότιο Τιρόλο.[10] Η μονή του Αγίου Λεοπόλδου χτίστηκε το 600 μ.Χ. και τον 16ο αιώνα εγκαταστάθηκαν εκεί φραγκισκανοί μοναχοί. Στην μονή οι μοναχοί κατασκεύασαν πύργο[9] ενώ είχε και σημαντική βιβλιοθήκη που σήμερα έχει μεταφερθεί στο Μπολτσάνο.[11] Στην πόλη υπάρχουν η εκκλησία του San Michele του 1735, με χαρακτηριστικό της το καμπαναριό και τα τοξωτά παράθυρα της με αγάλματα.[9] Το παρεκκλήσι του Αγίου Τάφου κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή χτίστηκε το 1653 από έναν ταβερνιάρη ονόματι "Georg Paprion", ο οποίος μετά από ένα προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους, έφτιαξε το παρεκκλήσι ως αντίγραφο σε μικρογραφία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.[9] Λίγο έξω από την πόλη είναι τα ιαματικά λουτρά δημοφιλή από τους αρχαίους χρόνους και εμφανίζονται για πρώτη φορά σε έγγραφα του δέκατου έκτου αιώνα. Το 1856 εκεί χτίστηκε σανατόριο, αργότερα ξενοδοχείο και το 1851 χτίστηκε κι ένας μικρός ναός πάνω σε ερείπια προχριστιανικού χώρου λατρείας.[12] Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|