Γεννήθηκε στο Χότσι/Κύμινα, χωριό στην επαρχία Τραπεζούντας και φοίτησε στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης κοντά στον Ιωάννη Καρυοφύλλη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στη σχολή του Φαναρίου θα διδάξει αργότερα κι ίδιος και το 1671 θα διαδεχθεί τον Μαυροκορδάτο στη σχολαρχία. Εξαιτίας φοιτητικών ταραχών και άλλων προστριβών με άλλους συναδέλφους του εγκατέλειψε το 1681/1682 την Κωνσταντινούπολη. Την ίδια περίοδο παίρνει επιστολή του διακόνου Τιμοθέου από την Ρωσσία που τον προσκαλεί να αναλάβει την ελληνική σχολή της Μόσχας. Η απάντησή του είναι αρνητική.[3] Απέρριψε, επίσης, πρόταση του Μαυροκορδάτου να πάει στην Ευρώπη.[4] Αποφασισμένος να φύγει, πηγαίνει να ιδρύσει σχολή, το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, στην πατρίδα του, κατά το πρότυπο της σχολής του Φαναρίου[5] που διηύθυνε ως το 1689. «Κύριο μέλημά του η πνευματική ανάπτυξη των συμπατριωτών του και η ηθική και δογματική ενίσχυσή τους, ώστε να αντισταθούν στους διωγμούς των Τούρκων και στην προπαγάνδα των Καθολικών».[6] Όταν έφτασε στην πόλη προσβλήθηκε μάλιστα από πανώλη.[7]
Το1689, έπειτα από πρόσκληση του ηγεμόνα της ΒλαχίαςΚωνσταντίνου Βασσαράβα, πήγε στο Βουκουρέστι και έγινε σχολάρχης και καθηγητής στην εκεί Ακαδημία, (Μονή του Αγίου Σάββα), όπου έμεινε ως το θάνατό του.
Πληροφορίες για την οικογενειακή και την προσωπική του ζωή δεν έχουμε περισσότερες, εκτός από το ότι ήταν παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν μαζί του επικεντρώθηκαν στο διδακτικό και συγγραφικό του έργο.[8]
Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Ή ακαδημαίκή του σταδιοδρομία άρχισε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή το 1671 και διήρκεσε δέκα χρόνια. Δίδαξε φιλισοφία, θεολογία, ρητορική, φιλολογία.[9]
Η διδασκαλία και η επιστημοσύνη του τον έκαναν να διακριθεί από τους άλλους συναδέλφους του. Οι ακριβείς συνθήκες της αποπομπής του δεν είναι ξεκάθερες. «Αυτά που είναι γνωστά για την αποπομπή είναι ότι κάποιοι μαθητές οργάνωσαν στάση κατά του Κυμινήτη πείθοντας τον χορηγό της Ακαδημίας Μανολάκη να πάψει να τον εμπιστεύεται και να σταματήσει τη μισθοδοσία του. Μάλιστα συνήργησε και ο μετέπειτα διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής, Γεράσιμος Ακαρνάν»[10] Οι μαθητές συκοφάντησαν τον δάσκαλό τους στον πατριάρχη Καλλίνικο Β΄ για θνητοψυχία. Πιθανώς επρόκειτο για μια σκόπιμη παρερμηνεία άποψής του για τη θνησιμότητα της στην παράφραση που συνέγραψε στα σχόλια του Κορυδαλλέα στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη.[11] Τέλος μια άλλη ερμηνεία της αποπομπής είναι εκείνη που την εντάσσει στα πλαίσια μιας ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ του Πατριαρχείου και ανανεωτικών κύκλων. Ο Κυμινήτης είχε υπάρξει μαθητής του Ιωάννη Καρυοφύλλη, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ως Καλβινιστής και επειδή είχε εισαγάγει νέες μεθόδους διδασακλίας, έτσι θεωρήθηκε ομοϊδεάτης με το δάσκαλό του.[6]
Φεύγει για την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου επιδίδεται σε εργώδη προσπάθεια προκειμένου να οργανώσει το Φροντιστήριο. Τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι κυρίως είναι η έλλειψη βιβλίων και προσωπικού, αλλά και η ανυπαρξία οικονομικών πόρων. Γι αυτό στέλνει διαρκώς επιστολές σε ηγεμόνες (Σερμπάν Καντακουζινό, Μιχαήλ Καντακουζινό και εκκλησιαστικούς άνδρες (Νεόφυτο Αδριανουπόλεως, αρχιμανδρίτη του Παναγίου Τάφου Χρύσανθο Νοταρά), με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τη Σχολή.[12]
Εκεί θα ασχοληθεί κυρίως με τη διδασκαλία γνωμικών στίχων.
Στα τριάντα περίπου χρόνια της διδασκαλικής του δράσης κατάφερε να θεμελιώσει σχολές (Φροντιστήριο Τραπεζούντας, Ακαδημία του Βουκουρεστίου) και να τις προαγάγει σε σημαντικά πνευματικά κέντρα. Χωρίς κάποιες σπουδές στην Ευρώπη, δεν υπήρξε ο φορέας του πνεύματος του Διαφωτισμού,όμως κατόρθωσε να συνδυάσει ισόρροπα τη διδασκαλία της αρχαίας και της χριστιανικής φιλολογίας.
Συγγραφικό έργο
Τα περισσότερα από τα 100 και πλέον,[15] ανέκδοτα ως επί το πλείστον έργα του-με εξαίρεση τις πολλές μεταφράσεις για τους φοιτητές-ανήκουν στο πεδίο της ρητορικής, της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της πατρολογίας,της λειτουργικής, ομιλιτικής, ηθοπλαστικής.
Τα εκδοθέντα έργα του είναι μόλις δύο:
Το Εορτολόγιον εν ω περί τινών ζητημάτων προλαμβανομένων, περί ακριβούς χρονολογίας,περί πασών των εορτών και της αυτών θεωρίας, περί του Αγίου Πάσχα, περί τινών εκκλησιαστικών κανόνων, περί του συντομοτάτου μηνολογίου (Ιούνιος 1701). Περιεχόμενό του είναι η χρονολογική αναφορά σημαντικών γεγονότων και η ιστορία διαφόρων εορτών.
Η Δογματική Διδασκαλία της αγιωτάτης ανατολικής και καθολικής εκκλησίας. Σ΄αυτήν αναφέρεται στην δογματική διδασκαλία της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας, επιμένοντας ιδιαίτερα σε τρία θέματα: πρώτον πότε μεταβάλλονται τα άγια σε σώμα και αίμα Χριστού, δεύτερον πώς η Θεοτόκος υπέκειτο στο προπατορικό αμάρτημα και τρίτον ότι οι μερίδες δεν μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού. Θα εκδοθεί μετά τον θάνατό του, από τον Ποστέλνικο Γεώργιο Καστριώτη, στο Βουκουρέστι το 1703 με σκοπό να μοιραστεί δωρεάν στους ορθοδόξους.[16] Όπως επισημαίνει ο Κυμινήτης, θέλει με το έργο του αυτό να προστατεύσει τους «ειδικούς μας» από την προπαγάνδα των καθολικών, των διαμαρτυρομένων και των ουνιτών.[17]
Άλλα θεολογικά του έργα είναι:
Παράφρασις εις το υποθήκαι παρθένοις του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού
Παράφρασις ανεπίγραφος και ερμηνεία των απορρήτων ή του περί αρχών λόγου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (1691Βουκουρέστι)
↑Ιωάννα Κόλλια. "Ο Σεβαστός Κυμινήτης και η ίδρυση του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας". Ελληνικά, τομ.30, τ/χ.Β (1977-1978),σελ.287 Μαρίνα Ελευθερίου Μήτσογλου, "Σεβαστός Κυμινήτης. Ο βίος, η διδασκαλία του και το έργο του". Διπλωματική εργασία τμήμα ποιμαντικής και κοινωνικής θεολογίας-Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2007,σελ.11 Κυρίως γιατί δεν γνώριζε τη γλώσσα,ενώ ζήτησε από τους μαθητές να μάθουν ελληνικά.
↑Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Ελευθερίου Μήτσογλου, «σύμφωνα με τα μαθηματάρια που βρέθηκαν ασχολήθηκε το διάστημα αυτό με Αίαντα, Έργα και Ημέρες, Ολυμπιονικούς, Συνέσιου επιστολές, ποιητικά έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου και το βίο του », όπ.π. σελ.9
Κωνσταντίνος Σάθας, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας 1453-1821, εκδ. Κουλτούρα,1990, σελ.377-378