Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (Καθολική Εκκλησία)Για την Ανατολική Ορθόδοξη Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, δείτε Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (Ορθόδοξη Εκκλησία).
Η Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (ονομαζόμενη και Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη από τις 5 Οκτωβρίου 869 έως τις 28 Φεβρουαρίου 870. Δεν είχε μεγάλη προσέλευση, με χαρακτηριστικό στην πρώτη συνεδρίαση να είναι παρόντες 12 επίσκοποι, και τον αριθμό τους να μην ξεπερνά ποτέ τους 103 ως το λήξη της.[1] Σε αντίθεση με την Τέταρτη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 879-80, όπου συμμετείχαν 383 επίσκοποι.[2] Η Σύνοδος ολοκλήρωσε σε δέκα συνεδριάσεις από τον Οκτώβριο του 869 έως τον Φεβρουάριο του 870 και εξέδωσε 27 κανόνες. Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα, με την υποστήριξη του Πάπα Αδριανού Β΄.[3] Στη Σύνοδο καθαιρέθηκε ο Φώτιος Α´, που είχε οριστεί Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και επανέφερε τον προκάτοχό του Ιγνάτιος. Η Σύνοδος επαναβεβαίωσε επίσης τις αποφάσεις της Δεύτερης Συνόδου της Νίκαιας για την υποστήριξη των εικόνων και των ιερών εικόνων και απαιτούσε την εικόνα του Χριστού να έχει σεβασμό ίση με εκείνη του βιβλίου του Ευαγγελίου.[4] Μία μεταγενέστερη Σύνοδος, η Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκε μετά την αποκατάσταση του Φωτίου με εντολή του Αυτοκράτορα. Σήμερα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζει τη Σύνοδο του 869-870 ως "Τέταρτη Σύνοδο Κωνσταντινούπολης", ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει τη Σύνοδο του 879-880 ως "Τέταρτη Σύνοδο Κωνσταντινούπολης" και τιμά τον Φώτιο ως Άγιο. Το αν και κατά πόσο επιβεβαιώθηκε η Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον Πάπα Ιωάννη Η΄ είναι θέμα διαφωνίας.[5][6][7] Υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις ότι στην πραγματικότητα το δέχτηκε, αναθεματίζοντας τη Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του 869 στις επιστολές του προς τους Αυτοκράτορες Βασίλειο, Λέοντα ΣΤ΄ και Αλέξανδρο, οι οποίες διαβάστηκαν στη δεύτερη σύνοδο (Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας) του 879/80,[8][9] σε επιστολή του προς τον Φώτιο[10] [11] και το κοινό του.[12][13] Ο Φράνσις Ντβόρνικ έχει υποστηρίξει ότι οι επόμενοι Πάπες δέχτηκαν τη Σύνοδο του 879 ως δεσμευτική, επιλέγοντας μόνο τη Σύνοδο του 869-70 ως Οικουμενική, 200 χρόνια αργότερα μετά το Σχίσμα του 1054, λόγω ζητημάτων με ορισμένους κανόνες (δηλαδή την καταδίκη του Filioque).[14] Ο Σιεσιένσκι διαφωνεί με την εκτίμηση του Ντβόρνικ.[15] Οι προηγούμενες επτά Οικουμενικές Σύνοδοι αναγνωρίζονται ως οικουμενικές και έγκυρες τόσο από τους Ορθόδοξους όσο και από τους Ρωμαιοκαθολικούς Χριστιανούς.[16] ΙστορικόΜε την στέψη του Καρλομάγνου από τον Πάπα Λέων Γ΄ το 800, ο παπισμός είχε αποκτήσει έναν νέο προστάτη στη Δύση. Αυτό απελευθέρωσε τους ποντίφικες σε κάποιο βαθμό από την εξουσία του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οδήγησε επίσης σε σχίσμα, επειδή οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ερμήνευαν τους εαυτούς τους ως τους πραγματικούς απογόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αφού ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας απομάκρυνε συνοπτικά τον Ιγνάτιο από την θέση του Πατριάρχη, ο Πάπας Νικόλαος Α΄ αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως διάδοχό του τον Πατριάρχη Φώτιο Α´. Ο Φώτιος δεν έθεσε σε αυτή τη φάση το θέμα του Filioque.[17] Η Σύνοδος καταδίκασε τον Φώτιο και απέκλεισε τους υποστηρικτές του από τον κλήρο. Φώτειο σχίσμαΤο 858, Φώτιος, ένας ευγενής λαϊκός από μια τοπική οικογένεια, διορίστηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, την ανώτερη επισκοπική θέση εκτός από εκείνη της Ρώμης. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ είχε εκθρονίσει τον προηγούμενο Πατριάρχη, τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε να παραιτηθεί, δημιουργώντας ένα αγώνα εξουσίας μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Πάπα Νικόλαου Α΄. Η Σύνοδος του 869-870 καταδίκασε τον Φώτιο Α´ και τον καθαίρεσε από Πατριάρχη και επανέφερε τον προκάτοχό του Ιγνάτιο.[18] Κατέταξε επίσης το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως πριν από τα άλλα τρία Ανατολικά Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Υπεράσπιση των αγιογραφιών και των ιερών εικόνωνΈνα από τα βασικά στοιχεία της Συνόδου ήταν η επαναβεβαίωση των αποφάσεων της Δεύτερης Συνόδου της Νίκαιας για την υποστήριξη των αγιογραφιών και των ιερών εικόνων. Η σύνοδος έτσι βοήθησε να εξαλειφθεί κάθε εναπομείνασα όψη της βυζαντινής Εικονομαχίας. Συγκεκριμένα, ο τρίτος Κανόνας του απαιτούσε η ιερή εικόνα του Χριστού να έχει λατρεία ίση με αυτή του βιβλίου του Ευαγγελίου:[19]
Η Σύνοδος ενθάρρυνε επίσης την λατρεία των ιερών εικόνων της Παναγίας, των Αγγέλων και των Αγίων:[4]
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
|