Τζόζεφ Μακάρθυ
Ο Τζόζεφ Ρέιμοντ Μακάρθυ (Joseph Raymond "Joe" McCarthy, 14 Νοεμβρίου 1908 - 2 Μαΐου 1957) ήταν Αμερικανός πολιτικός (Γερουσιαστής) του ρεπουμπλικανικού κόμματος γερμανο-ιρλανδικής καταγωγής, καθολικός ιησουΐτης. Έγινε περισσότερο γνωστός από την συμμετοχή του σε έρευνα συμμετοχής ανωτέρων υπαλλήλων στη διείσδυση κομμουνιστικού κινδύνου στις ΗΠΑ, αλλά και από τις μεθόδους πολιτικής εξόντωσης που εφήρμοσε και οι οποίες έλαβαν τον διεθνή χαρακτηρισμό «μακαρθισμός». Πρώτα χρόνιαΟ Τζόζεφ Μακάρθυ γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1908 σε αγροτική περιοχή της πολιτείας Ουισκόνσιν. Φοίτησε στο περιφερειακό Πανεπιστήμιο Μαρκέτ όπου έλαβε πτυχίο νομικής το 1935 και αργότερα το 1939 εισήλθε στο δικαστικό σώμα. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως εθελοντής στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ, όπου μετά τη βασική εκπαίδευση ανέλαβε αξιωματικός. Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου παραιτήθηκε[ασαφές]. Από το 1946 ασχολήθηκε με την πολιτική και τον επόμενο χρόνο εξελέγη Γερουσιαστής της Πολιτείας Ουισκόνσιν, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Αντικομμουνιστική δράσηΑν και η πολιτική του σταδιοδρομία από το 1947 μέχρι το 1950 δεν είχε τίποτε αξιοσημείωτο άρχισε σιγά – σιγά να εκμεταλλεύεται το κομμουνιστικό ζήτημα που μέχρι τότε περιοριζόταν στην αντιπαλότητα που είχε δημιουργήσει η αποκάλυψη ότι η Σοβιετική Ένωση είχε σπάσει το μονοπώλιο των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ. Στη πραγματικότητα καμία όμως από αυτές τις κατηγορίες που εξαπέλυε δεν είχε υπόσταση. Αυτό όμως δεν τον πείραζε να συνεχίζει βασιζόμενος ίσως στο νόμο των πιθανοτήτων ότι μια επισταμένη έρευνα κάτι θα αποδείκνυε. Οι δηλώσεις του όμως αυτές δεν άργησαν να τον φέρουν στη κορυφή ενός κύματος πραγματικής λαϊκής αντικομμουνιστικής κίνησης η οποία τελικά ήταν αυτή που τον στήριξε τουλάχιστον για μια πενταετία. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μέσα σε εκείνη την λαίλαπα τόλμησαν να υπενθυμίσουν ότι η «απώλεια» της Κίνας οφειλόταν κυρίως στη διαφθορά και την ανικανότητα των Κινέζων κομμουνιστών και όχι σε κάποια δυτική αδιαφορία ή άλλο λόγο. Αλλο σημαντικό γεγονός χάρη στο οποίο η δράση που ξεκίνησε ο Μακάρθυ άρχισε να παίρνει διαστάσεις ήταν ο Πόλεμος της Κορέας, που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1950. Ο Μακάρθυ υποστήριζε ότι οι Αμερικανοί δεν χρειάζονταν να πάνε να θυσιαστούν αν οι Κινέζοι κομμουνιστές δεν είχαν πέσει προηγουμένως θύματα πολιτικής «δολιοφθοράς». Λήψη πρώτων μέτρωνΤον Σεπτέμβριο του 1950 αρχίζει να εφαρμόζεται μια σειρά δραστικών μέτρων, παρά το βέτο του Προέδρου Χάρρυ Τρούμαν. Πρώτος νόμος που ψηφίστηκε ήταν ο λεγόμενος "νόμος Μακ-Κάρραν", σύμφωνα με τον οποίο όσοι ήταν κομμουνιστές θα έπρεπε να προσέλθουν και να το δηλώσουν στον γενικό εισαγγελέα. Παράλληλα παρεχόταν το δικαίωμα - εξουσία στους διευθυντές 11 περίπου κυβερνητικών υπηρεσιών της απόλυσης υπαλλήλων τους με συνοπτική διαδικασία. Ο νόμος αυτός τον επόμενο χρόνο, Απρίλιος 1951, επεκτάθηκε σε όλες τις Πολιτείες καθιερώνοντας τους όρους «εύλογα αίτια... μη νομιμοφρόνων πεποιθήσεων», ή «εύλογη αμφιβολία... επί νομιμοφροσύνης». Με την εφαρμογή και την επέκταση του παραπάνω νόμου άρχισε και ένας καταιγισμός κατηγοριών εκ μέρους του Μακάρθυ προς κάθε κατεύθυνση και κυρίως προς το ΥΠ.ΕΞ. και τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, φθάνοντας στο σημείο να κατηγορήσει και αυτόν ακόμη τον στρατηγό Μάρσαλ, ότι συμμετείχε «στην πιο μεγάλη συνωμοσία, η ατιμία της οποίας είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου». Στην ερώτηση πως ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να διασπείρει τόσες κατηγορίες, να λέει ό,τι θέλει, να κινητοποιεί την κυβέρνηση και τις αρχές και να μένει ατιμώρητος, η απάντηση είναι η εξής. Πρώτον, ο Μακάρθυ δεν ήταν ένας απλός πολίτης αλλά ένας Γερουσιαστής που εκμεταλλευόμενος αυτό το οποίο ανησυχούσε τον κόσμο, ο λόγος του είχε μεγάλη επιρροή. Δεύτερο και σημαντικότερο, ήταν ότι η κίνηση που δημιούργησε ωφέλησε τα μέγιστα το κόμμα στο οποίο ανήκε - το οποίο άρχιζε να καταλαμβάνει μεγάλα ποσοστά υπεροχής και βέβαια ο ίδιος να εξελίσσεται ως σημαντικότατο στέλεχός του. Έτσι πίσω από όλα αυτά υπήρχε η άμεση υποστήριξη των συντρόφων του Ρεπουμπλικάνων, κυρίως των μεσοδυτικών Πολιτειών, που ήταν και οι περισσότερο συντηρητικοί, όπως για παράδειγμα ο γερουσιαστής Ουΐλιαμ Τζένερ που έφθασε στο σημείο όταν η αρμόδια επιτροπή έρευνας της Γερουσίας (Επιτροπή Τίντιγκς) αποφάνθηκε ότι οι κατηγορίες του Μακάρθυ είναι ψεύδη και αθλιότητες, να καταγγείλει την ίδια την επιτροπή ότι «βαρύνεται με την πλέον ξεδιάντροπη συγκάλυψη της μεγαλύτερης συνωμοσίας στην ιστορία των ΗΠΑ» Αξιοσημείωτο ήταν ότι πολλοί σχολιαστές του Μακάρθυ, την εποχή εκείνη, άρχισαν να τον βλέπουν ως ηγέτη ενός μαζικού κινήματος που στήριζε εκτεταμένες δράσεις βάσει των μέτρων που λαμβάνονταν. Έτσι στις εκλογές του 1952 οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίζουν μετά από 12 χρόνια την εξουσία και πρόεδρος (34ος) εκλέγεται ο μέχρι τότε αρχηγός του ΝΑΤΟ και αρχιστράτηγος, ή όπως λεγόταν στρατηγός 5 αστέρων Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Αναμφίβολα ο "Μακαρθισμός" είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις εκλογές αυτές όπου ένας στρατηγός καλείτο πλέον να ξεκαθαρίσει το διαμορφούμενο τοπίο. Ο δε Μακάρθυ ήταν από τους πρώτους που φιγουράριζαν μετά τον πρόεδρο. Επιτροπή ερευνών – ανακρίσειςΥπό τις νέες αυτές συνθήκες ο Μακάρθυ αναλαμβάνει τον Ιανουάριο του 1953 πρόεδρος στη Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας των ΗΠΑ. Ωθούμενος δε και ο Πρόεδρος απο αυτόν, από τον Απρίλιο του 1953 αναπροσαρμόζει επί το αυστηρότερον το καλούμενο «πρόγραμμα νομιμοφροσύνης» που αφορούσε τα προσόντα των υποψηφίων για κυβερνητικές θέσεις σε όλες τις Πολιτείες που θα έπρεπε να συμφωνούν σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Όταν τον Ιούλιο του 1953 που τερματίσθηκε ο Πόλεμος της Κορέας με ανακωχή αποκαλύφθηκε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε ξεπεράσει τις ΗΠΑ στη τελειοποίηση της βόμβας υδρογόνου ξέσπασε νέα φρενίτιδα κομμουνιστοφοβίας που δεν είχε προηγούμενο. Προϊόν αυτής ήταν και η υπόθεση Οπενχάιμερ. Υπέρβαση ορίωνΠερί τον Οκτώβριο του 1953 η Υποεπιτροπή άρχισε να επεκτείνει την έρευνα ακόμα και στις αμερικανικές στρατιωτικές υπηρεσίες υποστηρίζοντας ότι και σε αυτές εργάζονται εχθροί. Κατά τις έρευνες αυτές που συνέχισε και τον επόμενο χρόνο έφθασε στο σημείο να προσβάλλει ένα στρατηγό «εν υπηρεσία», τον Τσβίκερ,, καθώς και τον υπουργό των Στρατιωτικών Στίβενς, που προσπάθησε να γελοιοποιήσει. Το γεγονός αυτό υπερέβη τα πολιτικά όρια αντοχής της κυβέρνησης, η οποία του εξαπέλυσε αντεπίθεση. Ο Μακάρθυ υποστήριξε ότι είχε εκτραπεί επειδή ο υπουργός τον είχε εμποδίσει στις έρευνές του. Το υπουργείο κατηγόρησε τους Μακάρθυ και Κόον ότι προσέλαβαν τον Σάιν με προνομιακή μεταχείριση, καθόσον είχε κληθεί να υπηρετήσει στο στρατό. Επίσης κατηγορήθηκε και ο Κόον ο οποίος φέρονταν σε μία συζήτησή του να είχε πει τη φράση «θα στοχεύσω στον στρατό». Κατόπιν αυτών ξεκίνησε μια σειρά ανακρίσεων που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε όλες τις πολιτείες. Κατά την διάρκεια αυτών αρχικά πίστεψε ο Μακάρθυ ότι θα έβγαινε απόλυτα δικαιωμένος πλην όμως επέδειξε μια «αψήφιστη σκληρότητα» που τελικά χωρίς να το καταλάβει στράφηκε εναντίον του. Έτσι οι αντίπαλοί του στη Γερουσία ενθαρρύνθηκαν και στράφηκαν εναντίον του προσπαθώντας να πετύχουν καταδικαστική ψήφο. Η μομφή και το τέλοςΤελικά μετά από τεράστιες αμφισβητήσεις που προκλήθηκαν, κατηγορήθηκε ότι κινητοποιείτο από ιδιοτελείς σκοπούς. Μετά από ψήφισμα της Γερουσίας στις 2 Δεκεμβρίου του 1954 εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση εγκαταλείποντας την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής την οποία είχε δημιουργήσει, δηλώνοντας όμως ότι δεν αισθανόταν μετανιωμένος. Πέντε ημέρες μετά, στις 7 Δεκεμβρίου καταφέρθηκε δημόσια κατά του Προέδρου των ΗΠΑ επειδή αποδέχθηκε την απομάκρυνσή του από τη Γερουσία. Η ημέρα εκείνη φέρεται να σφράγισε οριστικά την πολιτική του σταδιοδρομία. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα στο ναυτικό νοσοκομείο Βηθεσδά στις 2 Μαΐου του 1957 από οξεία ηπατίτιδα, όπως ανακοινώθηκε, ως συνέπεια του αλκοολισμού του. Η κηδεία του έλαβε χώρα με μεγάλες τιμές στην Ουάσιγκτον και ετάφη στη πολιτεία Ουϊσκόνσιν των ΗΠΑ. Την κόρη του υιοθέτησε ο Ρόμπερτ Κέννεντυ. Πηγές
|