Χάινριχ Ίγκνατς Μπίμπερ
Ο Χάινριχ Ίγκνατς Φραντς Μπίμπερ φον Μπίμπερν (γερμ. Heinrich Ignaz Franz Biber von Bibern, βαπτ. 12 Αυγούστου 1644 – 3 Μαΐου 1704) ήταν Βοημο-Αυστριακός συνθέτης και δεξιοτέχνης βιολιστής της εποχής του Μπαρόκ. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες όσον αφορά στο ρεπερτόριο του βιολιού, καθώς έγραψε γι' αυτό έναν αξιόλογο όγκο έργων, ενώ συνέβαλε στην ανάπτυξη αρκετών τεχνικών εκτέλεσης του οργάνου (6η και 7η θέση, διπλοί φθόγγοι, σκορντατούρα κλπ). Η μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών της εποχής του, ενώ στις μέρες μας είναι περισσότερο γνωστός για τις Μυστηριακές (ή Ροζάριες) του Σονάτες (Mysterien Sonaten), μια συλλογή από 15 σονάτες για βιολί και συνεχές βάσιμο που συσχετίζεται με τις 15 χάντρες ενός ροζάριου. Βιογραφικά στοιχείαΟ Μπίμπερ γεννήθηκε στο Βάρτενμπεργκ της Βοημίας, το σημερινό Stráž pod Ralskem της Τσεχίας. Για τα πρώιμά του χρόνια ελάχιστα είναι γνωστά, πέραν του ότι πιθανότατα φοίτησε στο Ιησουιτικό Γυμνάσιο της Οπάβα, στη Βοημία. Μέχρι το 1668 εργάστηκε αρχικά στην υπηρεσία του πρίγκηπα Johann Seyfried von Eggenberg στο Γκρατς και κατόπιν του Αρχιεπισκόπου Καρόλου Β΄του Όλομουτς (Karl II von Liechtenstein-Kastelkorn), στο Kroměříž. Το καλοκαίρι του 1670 ο Κάρολος στέλνει τον Μπίμπερ στο Άμπσαμ, κοντά στο Ίνσμπρουκ, ως διαπραγματευτή εν όψει μιας μεγάλης αγοράς καινούριων οργάνων, από τον οργανοποιό Γιάκομπ Στάινερ. Αντ' αυτού ο Μπίμπερ κατέληξε στον Αρχιεπίσκοπο του Σάλτσμπουργκ, Μαξιμιλιανό (Maximilian Gandolph von Kuenburg), ο οποίος και του προσέφερε μια θέση στην υπηρεσία του. Καθώς οι δύο αρχιεπίσκοποι διατηρούσαν καλές σχέσεις, ο Κάρολος -αν και πληγωμένος από την απόφαση του μουσικού του- δεν προέβη σε κάποια διαμαρτυρία και περίμενε την λήξη της θητείας του Μπίμπερ το 1676. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα έργα που έστελνε στον Κάρολο γράφτηκαν στις αρχές του 1670. Ο Μπίμπερ έμεινε στο Σάλτσμπουργκ για το υπόλοιπο της ζωής του, όπου και διέπρεψε: κατάφερε να εκδοθεί η μουσική του το 1676 και έπαιξε (μετά αμοιβής) παρουσία του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ το 1677, ενώ το 1679 γίνεται αναπληρωματικός Αρχιμουσικός (Kapellmeister) στον καθεδρικό ναό και το 1684 κανονικός Αρχιμουσικός. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1690, λαμβάνει τίτλο ευγενείας (τη παραχωρήσει του Αυτοκράτορα) και πλέον ονομάζεται Μπίμπερ φον Μπίμπερν και τέλος, ο νέος Αρχιεπίσκοπος του Σάλτσμπουργκ Johann Ernst, τον χρίζει υψηλό λόρδο, την υψηλότερη κοινωνική διάκριση που κατέκτησε. Στις 30 Μαΐου 1672 ο Μπίμπερ νυμφεύτηκε τη Μαρία Βάις, κόρη ενός εμπόρου από το Ζάλτσμπουργκ· απέκτησαν 11 παιδιά, από τα οποία ο Άντον Χάινριχ (1679–1742) και ο Καρλ Χάινριχ (1681–1749) έγιναν βιολιστές στην Αυλή του Σάλτσμπουργκ - ο Καρλ προήχθη σε Αρχιμουσικό το 1743. Οι κόρες του Μαρία Καικιλία (γενν. 1674) και Άννα Μαγκνταλένα (1677-1742) έγιναν μοναχές στη Μονή Αγίας Κλάρας στο Μεράνο, και στο Αββαείο Νόνμπεργκ αντιστοίχως. Η Άννα Μαγκνταλένα, όντας μεσόφωνος και βιολίστρια, υπηρέτησε ως διευθύντρια της χορωδίας του Παρεκκλησίου του Αββαείου. Το έργο τουΣτα έργα για βιολί του Μπίμπερ είναι εμφανής η επιρροή αφ' ενός της ιταλικής βιολιστικής παράδοσης -όπως αυτή εκφράζεται από τους Μάρκο Ουτσελλίνι και Κάρλο Φαρίνα- και αφ' ετέρου της νεοσύστατης τότε γερμανικής πολυφωνίας, εκπρόσωπος της οποίας είναι και ο - πιθανότατα δάσκαλος του Μπίμπερ - Χάινριχ Σμέλτσερ. Στις συνεισφορές του στο ρεπερτόριο του βιολιού προσμετράται και η περαιτέρω ανάπτυξη των τεχνικών παιξίματος (6η και 7η θέση, δακτυλοθεσία, τεχνικές δοξαριού) που ήταν κατά πολύ ανώτερες απ' αυτές των Ιταλών της εποχής. Ήταν, ακόμη, άριστος στην αντίστιξη, όπως φαίνεται από αρκετά κομμάτια του, στα οποία χρησιμοποιεί διπλούς φθόγγους ή και συγχορδίες. Εκεί βεβαίως που παραμένει αξεπέραστος είναι η τεχνοτροπία της σκορντατούρα, την εναλλακτική δηλαδή χρήση χορδισμάτων του οργάνου (π.χ. Σολ-Σολ-Ρε-Ρε αντί του κανονικού Σολ-Ρε-Λα-Μι, συχνά με αλλαγή θέσης κάποιας χορδής). Η μουσική του, τέλος, βρίθει αριθμητικών συμβολισμών, αλλά και εμπίπτει εν πολλοίς στην κατηγορία της προγραμματικής μουσικής, αποδίδοντας με μουσικό τρόπο ένα κείμενο (πρβλ. Οι Τέσσερις Εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι). Αν και στις μέρες του επηρέασε σημαντικά τους Ευρωπαίους συνθέτες για βιολί, εν τέλει επικράτησε η τεχνοτροπία του Αρκάντζελο Κορέλλι και των μουσικών του «απογόνων». Οργανική μουσικήΤα καλύτερα δείγματα της τεχνοτροπίας σκορντατούρα προέρχονται από δύο συλλογές του Μπίμπερ: η πρώτη γράφτηκε περ. το 1676 και έχει επικρατήσει με την ονομασία Μυστηριακές Σονάτες (επίσης Ροζάριες ή Εγχάρακτες Σονάτες) και δεν εκδόθηκε όσο ο συνθέτης ήταν εν ζωή. Αποτελείται από 15 σονάτες για βιολί και συνεχές βάσιμο, η κάθε μία από τις οποίες απεικονίζει με συμβολικό τρόπο το καθένα από τα 15 Μυστήρια του Ροζάριου. Η συλλογή κλείνει με ένα 16ο κομμάτι, που πρόκειται για μία μακροσκελή πασσακάλια για σόλο βιολί. Στο σωζόμενο αντίγραφο του έργου, κάθε κομμάτι συνοδεύεται από ένα μικρό χαρακτικό που απεικονίζει το Μυστήριο-θεματολογία, ενώ η πασσακάλια «προλογίζεται» από το σχέδιο ενός φύλακα-άγγελου με ένα παιδί. Μόνο το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι της συλλογής χρησιμοποιούν κανονικό χόρδισμα· τα υπόλοιπα είναι γραμμένα με κάποιας μορφής σκορντατούρα, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα: Οι εν λόγω σονάτες ήταν αφιερωμένες στον Αρχιεπίσκοπο Μαξιμιλιανό, στον οποίο και ο συνθέτης απευθύνεται προλογίζοντας το έργο: "Το όλο έργο αφιερούται προς τιμήν των ιε΄ Ιερών Μυστηρίων, τα οποία τόσο σφοδρά προωθείτε". Αν και δεν εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, το έργο έχει στις μέρες μας μεγάλη απήχηση, με πολυάριθμες ηχογραφήσεις από δεξιοτέχνες του βιολιού. Η 15η σονάτα είναι επίσης γνωστή για ένα από τα θέματά της, το οποίο είναι σχεδόν ολόιδιο με το θέμα από το 24ο Καπρίτσιο του Νικολό Παγκανίνι· εικάζεται ότι ο τελευταίος άντλησε το θέμα από τον Μπίμπερ, όπως κατόπιν το θέμα του Παγκανίνι ενέπνευσε έργα των Φραντς Λιστ, Γιοχάνες Μπραμς, Σεργκέι Ραχμάνινοφ κ.α. Το δεύτερο έργο όπου χρησιμοποιείται η τεχνική της σκορντατούρα, είναι το Harmonia artificioso-ariosa (1696). Αποτελείται από επτά Παρτίτες για δύο όργανα και συνεχές βάσιμο: πέντε για δύο βιολιά, μία για βιόλα ντ' αμόρε και μία για βιολί και βιόλα. Ο συνθέτης χρησιμοποιεί τη σκορντατούρα σε έξι απ' αυτές, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα της εν λόγω τεχνικής, μη εξαιρουμένης και της περίτεχνης πολυφωνικής γραφής: κάποια από τα κομμάτια είναι 5φωνα, με τα μελωδικά όργανα (βιολί και βιόλα) να παίζουν το καθένα δύο φωνές. Όλως περιέργως, η σκορντατούρα δεν έχει θέση σε κανένα άλλο οργανικό έργο του Μπίμπερ, με μόνη εξαίρεση δύο από τις Σονάτες για σόλο βιολί του 1681. Οι τελευταίες -οκτώ τον αριθμό- είναι για βιολί και συνεχές βάσιμο και -σε αντίθεση με τις Μυστηριακές και την Harmonia- αποτελούνται από κομμάτια ελεύθερης φόρμας (πρελούδιο, άρια, παραλλαγή), παρά από τους καθιερωμένους χορούς, που βρίσκουμε και στη σουίτα. Άλλες εξεδομένες οργανικές συλλογές του Μπίμπερ περιλαμβάνουν τις Sonatae tam aris quam aulis servientes (1676), Mensa sonora (1680) και Fidicinium sacro profanum (1682/3). Η πρώτη περιέχει σονάτες για πέντε, έξι και οκτώ φωνές (οργανικά μέρη)· κάποιες είναι γραμμένες για έγχορδα, ενώ κάποιες άλλες περιλαμβάνουν μία ή δύο τρομπέτες. Το Mensa sonora είναι μια συλλογή από έξι παρτίτες για ένα ή δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και συνεχές βάσιμο, ενώ το Fidicinium sacro profanum αποτελείται από δώδεκα σονάτες για ένα ή δύο βιολιά και συνεχές βάσιμο. Στα σωζόμενα χειρόγραφα βρίσκουμε αρκετά άλλα κομμάτια, όπως φαντασίες, μπαλλέτα, σονάτες κλπ. Απ' αυτά ξεχωρίζει το Battalia (ελλ. μάχη), ένα κομμάτι προγραμματικής μουσικής, όπως και η Sonata representativa, στο οποίο επίσης υπάρχουν μιμήσεις φυσικών ήχων (πουλιά και διάφορα ζώα). Τέλος, ιδιαίτερο κομμάτι είναι η Sonata S Polycarpi, η οποία είναι γραμμένη για οκτώ τρομπέτες και τυμπάνια. Θρησκευτική μουσικήΑντίθετα με τους περισσότερους συνθέτες για βιολί, ο Μπίμπερ δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό: υπήρξε πολυγραφότατος όσον αφορά σε έργα θρησκευτικής μουσικής, που περιλαμβάνει λειτουργίες, ρέκβιεμ, μοτέτα κλπ. Αρκετά απ' αυτά είναι για δύο χορωδίες και εκτεταμένο οργανικό σύνολο, κάτι λογικό αν αναλογιστούμε το ευρύχωρο εσωτερικό του καθεδρικού ναού του Σάλτσμπουργκ. Ένα εξ αυτών, η Missa Salisburgensis (1682) είναι γραμμένη για δεκαέξι φωνές και 37 οργανικά μέρη (53 μέρη στο σύνολο), έργο το οποίο είχε μέχρι πρότινος λανθασμένα αποδοθεί στον Οράτσιο Μπενέβολι. Παρόμοια έργα περιλαμβάνουν τα Plaudite tympana à 53 (1682), Vesperae à 32 (1693), Missa Bruxellensis (1696), Missa S Henrici (1697) και πολλά άλλα. Αν και τα περισσότερα επιδεικνύουν τη χρήση διπλής χορωδίας (πρβλ. τα χορωδιακά του Τζιοβάννι Γκαμπριέλι), κάποια άλλα - όπως το Stabat Mater και η Missa quadragesimalis - είναι απλές τετράφωνες μελοποιήσεις για a cappella χορωδία. Κατάλογος κυριότερων έργωνΦωνητική / Θρησκευτική μουσική
Vesperae longiores ac breviores (1693)
Οργανική μουσική
Χαμένα φωνητικά έργα
Σημειώσεις
Πηγές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|