Αριστείδης Παπάζογλου
Ο Αριστείδης (Άρης) Παπάζογλου (1939 – 12 Αυγούστου 1969)[1] [2] ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόταν στον Ολυμπιακό Πειραιώς και θεωρείται από τους πιο ταλαντούχους επιθετικούς της αριστερής πλευράς του γηπέδου που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ποδοσφαιρική πορείαΓεννημένος στην περιοχή του Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ψηλός και αθλητικός, άρχισε το άθλημα από την τοπική ομάδα της ΑΕ Ρέντη και στα 17 του πήρε μεταγραφή έναντι 2.000 δραχμών για το εφηβικό τμήμα του Ολυμπιακού. Σύντομα προωθήθηκε στην α' ομάδα χάρις τα προσόντα του, περισσότερο δε την ικανότητα στο σκοράρισμα και το απρόβλεπτο των κινήσεων που δυσκόλευε τους αντίπαλους. Ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα ήταν ο μεγάλος του διασκελισμός, ο οποίος του επέτρεπε να ξεφεύγει εύκολα από την επιτήρηση των αμυντικών. Μετείχε σε 132 αγώνες του πρωταθλήματος Ελλάδας, πετυχαίνοντας 71 τέρματα και σε 18 για το κύπελλο, όπου σκόραρε 23 φορές. Έλαβε επίσης μέρος σε 8 αναμετρήσεις των Ευρωπαϊκών κυπέλλων και σημείωσε 3 γκολ. Δεν εγκατέλειψε ποτέ την ομάδα του Πειραιά, με την οποία αναδείχθηκε πρωταθλητής Α΄ Εθνικής τέσσερις φορές (1958, 1959, 1966, 1967). Στα τέλη του 1966 ο Παπάζογλου υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις λόγω ενοχλημάτων που ένοιωθε, οι οποίες απέβησαν, αρχικά, αρνητικές[3]. Στη διοργάνωση της περιόδου 1966-67 πραγματοποίησε μόλις μία συμμετοχή εξαιτίας της εμφάνισης καρκίνου[4], νόσο από την οποία και απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα στη νεαρότατη ηλικία των 30. Η τελευταία του επιθυμία, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, υπήρξε να μη τον ξεχάσουν.[5] Η τελευταία του επίσημη εμφάνιση στους αγωνιστικούς χώρους, πραγματοποιήθηκε κατά σύμπτωση δύο ακριβώς χρόνια πριν το θάνατό του. Ήταν στις 13 Αυγούστου 1967 για το φιλικό 12-0 επί της πρωταθλήτριας Γ΄ Εθνικής ομάδας της ΑΕΚ Φαλήρου, όπου και πέτυχε χατ τρικ. Ωστόσο, ο Αριστείδης Παπάζογλου εμφανίστηκε σε γήπεδο και στις 7 Φεβρουαρίου του 1968 (ημέρα Τετάρτη), στο φιλικό αγώνα μεταξύ αναπληρωματικών ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού και του Α.Ο. Κορωπίου, εκτός έδρας[6]. Επίσης έπαιξε και σε άλλα φιλικά ματς την ίδια εποχή (π.χ. στο Χαλάνδρι, στις 21 Φεβρουαρίου κ.α.) Τελευταία φορά που τον είδαν οι φίλαθλοι σε γήπεδο ήταν κατά τη διάρκεια φιλικού αγώνα, προς οικονομική του ενίσχυση, ο οποίος δόθηκε την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 1968 στο Στάδιο "Γεώργιος Καραϊσκάκης" μεταξύ της ομάδας του Λιμενικού και της Α.Ε. Ρέντη, στον οποίο ήταν παρών[7] Στη διάρκεια της 10ετούς θητείας του στον Ολυμπιακό συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους προπονητές από το εξωτερικό Κέμενι Τίμπορ, Μπρούνο Βάλε, Τζίνα Σιμονόφσκι και Μάρτον Μπούκοβι. Διεθνείς συμμετοχέςΤο διάστημα 1964-1965 χρίστηκε τρεις φορές διεθνής με την Ανδρών Ελλάδας και σκόρερ την πρώτη με εκτέλεση πέναλτι στο 4-1 επί της Μεγάλης Βρετανίας (ερασιτέχνες) για τα πλαίσια του προολυμπιακού τουρνουά. Συνολικά σημείωσε 3 τέρματα, γεγονός που τον κατατάσσει 4ο σε μέσο όρο επίτευξης (1,00 ανά αγώνα) στην ιστορία της Εθνικής.[8] Τίτλοι
Παραπομπές - σημειώσεις
Πηγές
|