Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας)Για την αυτόνομη εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δείτε Εσθονική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία (συντογραφία στα αγγλικά: EOC, εσθονικά: Eesti Õigeusu Kirik; ρωσικά: Эстонская православная церковь) είναι μια ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία στην κανονική πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, της οποίας ο Ανώτερος Επίσκοπος διορίζεται από την Ιερά Σύνοδο του τελευταίου. Στις 20 Αυγούστου 2024, το Συμβούλιο της συγκεκριμένης Εκκλησίας ενέκρινε νέο καταστατικό, σύμφωνα με το οποίο άλλαξε η ονομασία, από Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας σε Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ διοικητικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά θα είναι ανεξάρτητη, όντας επίσης ανεξάρτητη σε αστικές υποθέσεις.[2] Αυτή η εκκλησία αριθμεί περίπου 150.000 πιστούς σε 38 ενορίες[1] και είναι η μεγαλύτερη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Εσθονία. Ανώτερος Επίσκοπος της εκκλησίας ήταν ο Κορνήλιος (Ιάκωβος), Μητροπολίτης Ταλίν και πάσης Εσθονίας, από το 1992 έως τον θάνατό του το 2018. Από το 2018, στην διοίκησή της είναι ο Μητροπολίτης Ευγένιος (Ρεσέτνικοφ). Σύμφωνα με το εσθονικό δίκαιο, μια άλλη εκκλησία -η Εσθονική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία (Eesti Apostlik-Õigeusu Kirik)- είναι ο νόμιμος διάδοχος της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία το 1940 είχε πάνω από 210.000 πιστούς, τρεις επισκόπους, 156 ενορίες, 131 ιερείς, 19 διακόνους, δύο μοναστήρια και μία θεολογική σχολή και η πλειοψηφία των πιστών ήταν αυτόχθονες Εσθονοί. Πρόκειται για την αυτόνομη Εκκλησία που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και αριθμεί περίπου 20.000 πιστούς σε 60 εκκλησίες σήμερα.[3] Η επαναδραστηριοποίηση αυτής της αυτόνομης Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προκάλεσε τη διακοπή της πλήρους κοινωνίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1996 για αρκετούς μήνες.[4] Παραπομπές
|