Η Ιερά Μητρόπολις Προ(ι)κοννήσου, παλαιότερα γνωστή ως Αρχιεπισκοπή Προ(ι)κοννήσου (λατινικά: Archidioecesis Proconnesia) είναι μια από τις αρχαιότερες επισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία ήταν ενεργή από τον 5ο αιώνα ως το 1923.
Σήμερα παραμένει ενεργός μόνο ο τίτλος του Μητροπολίτη Προικοννήσου και από το 2008 τον φέρει ο Ιωσήφ (Χαρκιολάκης).
Αναφέρονται αρκετοί επίσκοποι Προκοννήσου κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία. Ο Ιωάννης μετατέθηκε εκεί από την Επισκοπή Γόρδης της Λυδίας και έλαβε μέρος στη σύνοδο της Εφέσου το 431. Ο Ακάκιος δεν έλαβε μέρος στη σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, αντ'αυτού τα πρακτικά των πανηγυρικών συνεδριάσεων της 25ης και 31ης Οκτωβρίου υπέγραψε ο Μητροπολίτης Κυζίκου Διογένης, στον οποίο υπαγόταν. Ο Στρατοκλής υπέγραψε διάταγμα του Γεννάδιου Α' Κωνσταντινουπόλεως κατά της Σιμωνίας περί το 458/459. Στη βυζαντινή αγιογραφία απαντάται ο άγιος Τιμόθεος, αρχιεπίσκοπος Προικοννήσου, ο οποίος έζησε σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς μεταξύ 518 και 548 ή τον όγδοο αιώνα κατ'άλλους. Ο Νικήτας παρέστη στη δεύτερη σύνοδο της Νίκαιας το 787. Ο Ιγνάτιος συμμετείχε στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 879-880 που αποκατέστησε τον ΠατριάρχηΦώτιο. Τέλος, σώζεται σφραγίδα με το όνομα του επισκόπου Λέοντος, ο οποίος έζησε μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα.
Η Προικόννησος αναφέρεται στις Notitiae Episcopatuum του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τον 15ο αιώνα[1]. Αρχικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Κυζίκου, και περί τον 7ο αιώνα ανυψώθηκε σε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή, εξαρτώμενη απευθείας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ως τέτοια αναφέρεται σε όλη τη δεύτερη χριστιανική χιλιετία.
Τον Μάιο του 1823 ανυψώθηκε περαιτέρω σε Μητρόπολη και δόθηκε στον Μητροπολίτη της ο τίτλος του «Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου πάσης Προποντίδος[2]». Στη δικαιοδοσία της, εκτός από την Προικόννησο, υπάγονταν και τα νησιά Αλώνη ή Αυλωνία, Οφιούσα ή Αφυσία και Κούταλη. Έδρα της Μητρόπολης ως το 1900 ήταν η Αλώνη. Μεταξύ 1900 και 1906 η έδρα μεταφέρθηκε στον Μαρμαρά.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όλοι οι Έλληνες Χριστιανοί που κατοικούσαν στο νησί του Μαρμαρά κατέφυγαν στην Ελλάδα πριν την άφιξη του τουρκικού στρατού (1923). Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην επικράτεια της αρχαίας μητρόπολης, αν και το Πατριαρχείο διατηρεί και συνεχίζει να αποδίδει τον τίτλο της[3].
Τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε έδρα τιτουλάριου αρχιεπισκόπου Προικοννήσου στην Καθολική Εκκλησία, η οποία σταμάτησε να χρησιμοποιείται από τις 26 Ιουνίου 1967.