Καλόγερος (πτηνό)
Ο Καλόγερος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Παριδών, μία από τις παπαδίτσες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Parus major και περιλαμβάνει 33 υποείδη. [2] Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Parus major aphrodite Madarasz, 1901, Parus major major Linnaeus, 1758 και Parus major niethammeri von Jordans, 1970 .[3] Το τελευταίο, μάλιστα, υποείδος είναι σπάνιο και βρίσκεται μόνο στην Κρήτη ως ενδημικό της νήσου. [3] ΟνοματολογίαΗ επιστημονική ονομασία του είδους Parus major, είναι λατινική και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Λινναίο, τo 1758. Η ελληνική λαϊκή του ονομασία παραπέμπει στη μαύρη περιοχή του κεφαλιού και του στήθους του πτηνού, όπως και η επίσης συνηθισμένη ονομασία «παπαδίτσα» (βλ. παρακάτω ενότητα Άλλες ονομασίες). Συστηματική ΤαξινομικήΗ ταξινομική του είδους Parus major παραμένει προβληματική. Μέχρι το 2005, υπήρχαν 34-36 υποείδη, τα οποία χωρίζονταν σε τέσσερις ταξινομικές ομάδες (groups) με κάποιες μικροδιαφορές στη συστηματική τους. Ωστόσο, μελέτες DNA (βλ. παρακάτω) έδειξαν ότι, τα μέλη των δύο από αυτές τις ομάδες, είχαν χαρακτηριστικά ικανά να στηρίξουν την άποψη πως πρέπει να θεωρηθούν ως δύο ξεχωριστά είδη, με τα αντίστοιχα υποείδη να αφαιρούνται από την αρχική λίστα.[4][5] Παρόλ’αυτά η διεθνής επιστημονική κοινότητα διχάστηκε, διότι -όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των νέων ταξινομικών απόψεων που βασίζονται σε μελέτες DNA- οι εξωτερικές μορφολογικές διαφορές (μέγεθος, χρώμα, φωνή) που επικαλούντο οι ερευνητές δεν έπειθαν απολύτως για να στηρίξουν την αναβάθμιση των ομάδων σε είδη.[6] Έτσι, υπάρχουν οι υποστηρικτές της άποψης ότι τα υποείδη είναι μόλις 14, με τα υπόλοιπα να κατανέμονται στα νέα είδη, ενώ οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης τηρούν την παλαιότερη κατάταξη με 34 υποείδη. Παρακάτω ακολουθούν οι θέσεις των δύο απόψεων:
Γενικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλες διαφωνίες στην επιστημονική ορνιθολογική κοινότητα και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο με την υιοθέτηση απόψεων, που είναι ενδιάμεσες των προηγουμένων.[10]
Γεωγραφική κατανομή υποειδώνΤο είδος έχει πολύ μεγάλη εξάπλωση σε όλες τις περιοχές της Ευρασίας και κάποιες της Β Αφρικής, σε μεγάλα τμήματα της εύκρατης ζώνης και υποτροπικές περιοχές. Στην Ευρώπη απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο με εξαίρεση την Ισλανδία και τα νησιά Όρκνεϊ (Orkney) και Σέτλαντ (Shetland), και το μακρινό Βορρά σε κάποιες περιοχές της Σκανδιναβίας και της Σιβηρίας. Το βόρειο όριο της επικρατείας του ακολουθεί τη ζώνη από τη δυτική Ρωσία, το βόρειο άκρο της μέσης τάιγκα και, πέφτει σταθερά στα ανατολικά προς το Νότο, έτσι ώστε στην περιοχή του Στανοβόι, να συμπίπτει με το βόρειο άκρο της νότιας τάιγκα. Στη βορειοδυτική Αφρική, η κύρια περιοχή εξάπλωσης συμπίπτει με την οροσειρά του Άτλαντα, ενώ η παρουσία του στη Μεσόγειο περιλαμβάνει τις Βαλεαρίδες Νήσους, τη Σαρδηνία, τη Σικελία, την Κρήτη και την Κύπρο, φθάνοντας μέχρι το Σινά. Τέλος, απαντά σε ολόκληρη σχεδόν την Ασία, εκτός από τις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας και τις ερήμους της Αραβικής Χερσονήσου. Κατά τόπους αποτελεί πολύ κοινό είδος, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου συχνάζει στα αστικά πάρκα όλων των κρατών.
Μεταναστευτική συμπεριφοράΟι καλόγεροι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μεταναστευτικά πτηνά, το αντίθετο μάλιστα, είναι στην πλειονότητά τους καθιστικά. Τα ζευγάρια συνήθως παραμένουν κοντά ή μέσα στην επικράτειά τους , ακόμα και στα βόρεια τμήματά της και, στις περισσότερες χώρες βρίσκονται εκεί όλο το χρόνο ως επιδημητικά. Ακόμη και δακτυλιωμένα πουλιά επανευρίσκονται πολύ κοντά στους τόπους δακτυλίωσής τους, όπως π.χ. στη Βρετανία, όπου το 80% των ατόμων βρέθηκαν σε ακτίνα μόλις 10 χιλιομέτρων.[17] Μόνο τα νεαρά πτηνά θα απομακρυνθούν από την περιοχή που βρισκόταν η φωλιά τους, αλλά συνήθως δεν πηγαίνουν και αυτά πολύ μακριά. Συχνά, διαχειμάζουν κοντά σε οικισμούς, όμως ούτως ή άλλως η μεταναστευτική συμπεριφορά φαίνεται σε πολλά μέρη να επηρεάζεται έντονα από τη χειμερινή διατροφή και άλλες ανθρωπογενείς πηγές τροφής. Έτσι, στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και στη Λευκορωσία οι πληθυσμοί κατά τη διάρκεια του χειμώνα αυξάνονται ανάλογα με τον πληθυσμό των μεγαλύτερων οικισμών.[18] Ιδιαίτερα οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί των βορείων και ανατολικών περιοχών τείνουν να αποφεύγουν το ακραίο κρύο, τις βαριές χιονοπτώσεις ή το λιγοστό φως της χειμωνιάτικης ημέρας. Έτσι, οι πληθυσμοί των Ουραλίων, μεταναστεύουν ίσως και κάθε χρόνο στις ακτές της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας. προφανώς λόγω του σκληρού χειμώνα. ‘Ομως, οι περισσότερες από αυτές τις μεταναστεύσεις παρατηρούνται σπάνια, δεδομένου ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού μεταναστεύει και, όταν συμβαίνουν -στη βορειοανατολική Ευρώπη και τη Σιβηρία- φαίνεται να σχετίζονται με την έλλειψη καρπών από μεγάλα δένδρα (οξιές, σημύδες κ.ο.κ). Έτσι, κάποιοι βόρειοι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί μπορεί να «εισβάλλουν» κατά σμήνη σε σκληρές χειμερινές περιόδους, που σημαίνει ότι ομάδες μέχρι χίλια πουλιά μπορεί να μετακινηθούν απρόβλεπτα από τη Βόρεια Ευρώπη προς τη Βαλτική, την Ολλανδία, τη Βρετανία, ακόμη και μέχρι τα νότια Βαλκάνια.[19] Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, τη Μάλτα και την Ταϊβάν.[1] Στην Ελλάδα, ο καλόγερος είναι επιδημητικός, μένει δηλαδή μόνιμα και φωλιάζει σε όλη τη χώρα, κοσμώντας τους χώρους όπου συχνάζει, με τα χρώματα και το τραγούδι του.[20] ΒιότοποςΟι καλόγεροι απαντούν σε ευρύτατο φάσμα ενδιαιτημάτων και, εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, είναι πιθανόν να εμφανίζονται σε όλα τα είδη των οικοτόπων, ακόμη και στις άδενδρες περιοχές της στέπας. Ωστόσο, υπό φυσιολογικές συνθήκες τα δάση είναι η πρώτη τους προτίμηση, ιδιαίτερα εκείνα με αραιά φυλλοβόλα δένδρα κάποιας ηλικίας, συνήθως μεγαλύτερα των 60 ετών, ώστε να παρέχονται οι απαραίτητες για την ωοτοκία τους οπές ή κοιλότητες. Επίσης τα μεικτά δάση ή τα κράσπεδα των δασών αυτών. Αποφεύγουν τα δάση με νεαρά δένδρα[21] και, όταν το δασικό περιβάλλον είναι πυκνό, συμπεριλαμβανομένων των κωνοφόρων, τότε βρίσκονται συνήθως σε ξέφωτα. Στη βόρεια Σιβηρία ο καλόγερος απαντά στην αρκτική τάιγκα, ενώ στη Βόρεια Αφρική, προτιμά τα δάση βελανιδιάς και τους κέδρους του Άτλαντα ή ακόμη και τους φοινικώνες. Στα ανατολικά της επικρατείας του στη Σιβηρία, τη Μογγολία και την Κίνα συχνάζει σε παραποτάμια δάση ιτιάς και σημύδας, όπως και στο Τουρκμενιστάν στην κεντρική Ασία, καθώς και σε περιοχές με χαμηλή βλάστηση ή οάσεις. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα καταλαμβάνει οικοτόπους που περιλαμβάνουν πυκνά δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων ή περιοχές με διάσπαρτα δέντρα.[22] Επίσης, σε εκκαθαρισμένα τοπία ή ξηρές περιοχές είναι βέβαιο ότι συχνάζει σε κατοικημένες περιοχές.[17][21] Ωστόσο, λόγω της μεγάλης τους προσαρμοστικότητας οι καλόγεροι απαντούν σε πολλά ακόμη ενδιαιτήματα με ώριμα δέντρα ή τεχνητές φωλιές. Εγκαθίστανται δίπλα σε λόχμες, οπωρώνες, φράκτες με διάσπαρτα δέντρα, πάρκα, νεκροταφεία, ελαιώνες, περιβόλια, κήπους ή χώρους πρασίνου με μοναχικά δέντρα στο κέντρο των πόλεων. Τα υψόμετρα που προτιμούν ποικίλλουν ανάλογα με τη γεωγραφική θέση. Έτσι, στη Σκωτία φθάνουν μόλις στα 500 μ., στις Άλπεις συνήθως μέχρι τα 1400, αλλά σπάνια στα 1950 μ., έως τα 1800 μ. στη Μεσόγειο, ενώ στα ψηλά βουνά της Ασίας είναι κοινό στα 1525 μ., συχνάζει στα 1800 μ., αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι και τα 3500 μ.[23] Σε κανονικές συνθήκες, όμως, σπάνια μπορεί να απαντηθεί πάνω από την αλπική γραμμή των δέντρων.[17] Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δείχνει τα εξής αποτελέσματα: δάση πλατύφυλλων, αστικές περιοχές, λειμώνες, θαμνότοποι και δάση κωνοφόρων.[24] Στην Ελλάδα, απαντά σε δάση, δενδρόκηπους, ελαιώνες, άλση, κήπους, φράκτες και εδάφη με διάσπαρτα δένδρα.[20] ΜορφολογίαΟ καλόγερος, παρά την μεγάλη ποικιλομορφία που εμφανίζει στα επί μέρους χαρακτηριστικά των, ανά τον κόσμο, υποειδών, ξεχωρίζει από τις άλλες «παπαδίτσες», λόγω του μεγέθους του και της χαρακτηριστικής μαύρης λωρίδας που ξεκινάει από το σαγόνι και φθάνει μέχρι το κάτω άκρο της κοιλιάς. Αναλόγως του υποείδους διαφέρουν κυρίως οι χρωματισμοί. Τα ευρωπαϊκά υποείδη του καλόγερου, γενικότερα, διακρίνονται από το στέμμα (κορυφή του κεφαλιού), λαιμό, λάρυγγα και τράχηλο, όλα μαύρου χρώματος με κάποια μπλε απόχρωση και, τα πολύ έκδηλα λευκά μάγουλα και ωτικά καλυπτήρια πτερά. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι το στήθος, με φωτεινό κίτρινο-λεμονί χρώμα και, η πλατιά μαύρη λωρίδα (bib) που το διατρέχει και φθάνει μέχρι κάτω στην κοιλιά. Η λωρίδα αυτή είναι πολύ πλατύτερη στην κορυφή της και λεπταίνει σταδιακά όσο κατεβαίνει. Στην περιοχή του τραχήλου υπάρχει ένα αχνό λευκόχρωμο σημείο που σταδιακά γίνεται λευκοκίτρινο. Το υπόλοιπο του αυχένα και η πλάτη είναι πράσινα με ελαιοπράσινη απόχρωση. Τα καλυπτήρια των πτερύγων είναι επίσης πράσινα, αλλά το κύριο μέρος τους είναι μπλε-γκρι με μία χαρακτηριστική λευκή ταινία (wing bar). Η ουρά είναι μπλε-γκρι με λευκές άκρες. Το ράμφος είναι αρκετά ισχυρό και έχει σκούρο γκρίζο χρώμα με πιο ανοικτόχρωμο άκρο. Η ίριδα μπορεί να είναι από καφεκόκκινη έως μαυροκαστανή. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι γκριζομπλέ έως γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate grey). Το πτέρωμα του θηλυκού είναι παρόμοιο με εκείνο του αρσενικού, εκτός από το ότι τα χρώματα είναι συνολικά πιό αχνά και, κυρίως, η λωρίδα στο στήθος είναι λιγότερο έντονα μαύρη και, μερικές φορές, στενότερη και διακεκομμένη.[22][25] Τα νεαρά πτηνά είναι σαν τα θηλυκά, εκτός από το ότι έχουν θαμπό ελαιοκαφετί λαιμό και τράχηλο, γκρίζο ουροπύγιο και ουρά, με λιγότερο έντονες άσπρες άκρες.[22]
ΤροφήΟι καλόγεροι είναι εντομοφάγα πτηνά, κυρίως το καλοκαίρι και συλλαμβάνουν τη λεία τους με σταχυολόγηση των φυλλωμάτων (gleaning).[29] Μάλιστα, κινούνται περισσότερο στα χαμηλά φυλλώματα και βλαστούς, παρά στα υψηλότερα προς το θόλο (canopy). Αναζητούν την τροφή τους και στο έδαφος, περισσότερο απ’ ότι οι άλλες παπαδίτσες.[30] Στα θηράματα συμπεριλαμβάνονται υμενόπτερα, δίπτερα, ημίπτερα αλλά και κατσαρίδες, ακρίδες, γρύλοι, σκαθάρια, αράχνες, φαλάγγια, σαλιγκάρια και νυχτοπεταλούδες (Noctuidae, Geometridae). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, προτιμούν να τρέφουν με πλούσιες σε πρωτεΐνες κάμπιες τα μικρά τους. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2007, διαπίστωσε ότι οι καλόγεροι συνέβαλαν στη μείωση των ζημιών από τις κάμπιες σε καλλιέργειες μήλων, μέχρι και 50%.[31] Οι νεοσσοί «υποβάλλονται» επίσης σε μια ειδική δίαιτα στις αρχές της ανάπτυξής τους, όπου τρέφονται με αράχνες, ενδεχομένως για διατροφικούς λόγους.[32] Το φθινόπωρο και χειμώνα, όταν τα έντομα γίνεται σπανιότερα, προσθέτουν σωροκάρπια (berries) και σπόρους στη διατροφή τους, που προέρχονται από φυλλοβόλα δέντρα και θάμνους κυρίως της οξιάς και της φουντουκιάς. Όταν είναι διαθέσιμα, θα πάρουν εύκολα αποφάγια, φιστίκια και σπόρους ηλίανθου από ταΐστρες πτηνών. Μάλιστα, σε ιδιαίτερα δριμείς χειμώνες μπορούν να καταναλώνουν το 44% του σωματικού τους βάρους σε σπόρους ηλίανθου.[22] Συχνά αναζητούν την τροφή τους στο έδαφος, ιδιαίτερα στα έτη με υψηλή παραγωγή καρπών οξιάς.[29] Σε σπάνιες περιπτώσεις τρώνε αποφάγια από ανθρώπινες δραστηριότητες και, -εξαιρετικά σπάνια- θνησιμαία.[33] Οι καλόγεροι αναμιγνύονται μαζί με άλλες παπαδίτσες, το χειμώνα κατά την αναζήτηση τροφής.[17] Τα μεγάλα σε μέγεθος τρόφιμα, όπως είναι οι μεγάλοι σπόροι ή θηράματα με σκληρό περίβλημα, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη τεχνική, κατά την οποία η λεία συγκρατείται με το ένα ή τα δύο πόδια και στη συνέχεια ραμφίζεται (hammerhold) μέχρι να είναι έτοιμο για κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, ένας μεγάλος καλόγερος μπορεί να καταναλώσει ένα φουντούκι σε περίπου είκοσι λεπτά. Κατά τη σίτιση των νεοσσών, οι ενήλικες συνηθίζουν να αποκόπτουν τα κεφάλια από τα μεγάλα έντομα ώστε να είναι πιο εύκολο να καταναλωθούν, ή αφαιρούν το έντερο από κάμπιες, έτσι ώστε οι τανίνες στο έντερο δεν θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη των μικρών.[22] Επίσης, μπορεί να καταναλώνουν τα σαλιγκάρια μαζί με το κέλυφος, ή το τσόφλι από αυγά για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους σε ασβέστιο.[34]
ΗθολογίαΠαρά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, ο καλόγερος είναι λίγο «ντροπαλός». Κινείται κυρίως με μικρά άλματα στο έδαφος και αναρρίχηση στα μικρά κλαδιά και, αυτές οι κινήσεις υποστηρίζονται από χτύπημα των φτερών ή σύντομες αερολισθήσεις. Μπορεί να κρέμεται για λίγο ανάποδα στα κλαδιά, αλλά σπανιότερα απ’ ότι άλλες παπαδίτσες. Όμως, συχνά αναρριχάται σε ένα κορμό με το κεφάλι προς τα πάνω ή κατεβαίνει με το κεφάλι προς τα κάτω, όπως ο δεντροτσοπανάκος. Λόγω των σχετικά μικρών, στρογγυλεμένων πτερύγων του και της μακριάς ουράς του πετάει ευκίνητα και γρήγορα μέσα από τα κλαδιά των δέντρων ή τη χαμηλή βλάστηση. Είναι δραστήριος κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ έχει υψηλότερη δραστηριότητα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκτός της εποχής αναπαραγωγής, διακρίνεται επίσης και από μια δεύτερη δραστηριότητα αργά το απόγευμα. Το τραγούδι του ξεκινάει λίγο μετά την αυγή και φθάνει στο υψηλότερο σημείο έντασης περίπου ένα τέταρτο με μισή ώρα αργότερα. Οι καλόγεροι συνδυάζουν τη διατροφική ευελιξία με σημαντική νοημοσύνη και, την ικανότητα να λύνουν προβλήματα με διορατικότητα μέσω μάθησης, και όχι κατόπιν δοκιμής ή λάθους.[22] Στην Αγγλία, έχουν μάθει να τρυπάνε τα καπάκια από αλουμινόχαρτο στα μπουκάλια γάλακτος που παραδίδονται στο κατώφλι των σπιτιών, για να πάρουν την επιφανειακή κρούστα.[35] Αυτή η συμπεριφορά παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1921 και «εξαπλώθηκε» γρήγορα στις επόμενες δύο δεκαετίες.[36] Το 2009, καλόγεροι παρατηρήθηκαν να θανατώνουν και να καταναλώνουν νυχτερίδες του γένους Pipistrellus. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα ωδικό πουλί είχε παρατηρηθεί να κυνηγάει νυχτερίδες! Ωστόσο, τα πουλιά το κάνουν αυτό μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν οι νυχτερίδες είναι σε χειμερία νάρκη και τα άλλα τρόφιμα είναι λιγοστά.[37] Έχουν επίσης καταγραφεί να χρησιμοποιούν «εργαλεία», όπως μια σκληρή πευκοβελόνα με το ράμφος, για να βγάλουν προνύμφες από τρύπες σε δένδρα.[22] ΑναπαραγωγήΟι καλόγεροι αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα από τον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αναπαράγονται αμέσως. Ένας επί πλέον λόγος είναι ότι, σε μία ομάδα ατόμων υπάρχουν περισσότερα αρσενικά από θηλυκά που δεν βρίσκουν εύκολα ταίρι.[38] Πραγματοποιείται μία (1) ωοτοκία σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο για τους δυτικούς και νότιους πληθυσμούς και, 2 ωοτοκίες για τους βόρειους και ανατολικούς πληθυσμούς.[39] Οι καλόγεροι είναι κυρίως μονογαμικά πτηνά και, κατοχυρώνουν τις περιοχές αναπαραγωγής τους[40] ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου, ενώ η υπεράσπισή τους ξεκινάει στα τέλη του χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη.[22] Μάλιστα, οι γονείς επιστρέφουν στα ίδια εδάφη κάθε χρόνο, ακόμη και αν ο ένας από τους δύο χαθεί, εφόσον η προηγούμενη γέννα στέφθηκε με επιτυχία. Όμως, τα θηλυκά είναι πιθανόν να διεκδικήσουν νέες περιοχές, εάν η φωλιά τους λεηλατηθεί από εισβολείς. Εάν το ζευγάρι χωρίσει για κάποιο λόγο, τότε τα μέλη κατευθύνονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, με τα θηλυκά να ταξιδεύουν μακρύτερα από τα αρσενικά.[41] Παρά το γεγονός ότι οι καλόγεροι είναι κατά βάση μονογαμικοί, επιπλέον ζευγαρώματα είναι συχνά. Μια μελέτη στη Γερμανία, διαπίστωσε ότι το 40% των φωλιών περιέχουν κάποιους απογόνους, των οποίων ο πατέρας δεν είναι το αρσενικό αναπαραγωγής και, ότι το 8,5% του συνόλου των νεοσσών είχαν «υιοθετηθεί» από αυτόν (cuckoldry).[42] Ο καλόγερος φωλιάζει ανάλογα με κάποιους παράγοντες, που εξαρτώνται κυρίως από το γεωγραφικό πλάτος των περιοχών αναπαραγωγής. Το φώλιασμα έχει μεγάλο εύρος και, συνήθως λαμβάνει χώρα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου. Στην Ευρώπη η εποχή αναπαραγωγής αρχίζει συνήθως μετά τον Μάρτιο, αλλά στο Ισραήλ, λ.χ., υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις ακόμη και κατά τους μήνες Οκτώβριο έως Δεκέμβριο. Στη Γαλλία, την Τσεχία, το Μπενελούξ και τη νότια Γερμανία, η κύρια εποχή είναι κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, στο Ηνωμένο Βασίλειο, την κεντρική και τη βόρεια Γερμανία μεταξύ της τρίτης εβδομάδας του Απριλίου και του πρώτου 15νθημέρου του Μαΐου, ενώ στη Σκανδιναβία και τη Ρωσία, είναι από τα τέλη Απριλίου έως τα μέσα Μαΐου. Η ποσότητα του ηλιακού φωτός και οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας, επηρεάζουν επίσης το χρονοδιάγραμμα αναπαραγωγής. Από κάποια μελέτη διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του χρόνου της ωοτοκίας και της αφθονίας σε κάμπιες εντόμων, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την θερμοκρασία της εποχής.[43] Σε ατομικό επίπεδο, τα νεότερα θηλυκά έχουν την τάση να ξεκινάνε την εναπόθεση αυγών αργότερα από τα μεγαλύτερης ηλικίας.[44] Οι καλόγεροι φωλιάζουν αποκλειστικά σε τρύπες ή κοιλότητες (cavity nesters), οι οποίες είναι συνήθως μέσα σε ένα δέντρο, αν και περιστασιακά μπορεί να βρίσκονται σε ένα τοίχο, ένα βράχο, έναν παχύ σιδεροσωλήνα (!),[45] ή μία τεχνητή φωλιά που, το πουλί μπορεί να την επιδιορθώσει και να την επεκτείνει εάν χρειαστεί. Συνήθως είναι μια παλιά φωλιά δρυοκολάπτη σε δένδρο, στα 3 με 6 μέτρα από το έδαφος. Η επιλογή της φωλιάς ανήκει στο θηλυκό, όπως και η δόμηση του εσωτερικού της μέσα στην κοιλότητα, με φυτικό υλικό, πρασινάδες, βρύα, λειχήνες, πευκοβελόνες, τρίχες, μαλλί, ιστούς αράχνης και, περιστασιακά, λίγα φτερά.[39] Η διάρκεια της ενασχόλησης με τη φωλιά ποικίλλει και, στην πρώτη γέννα μπορεί να φθάσει μέχρι και ένα μήνα, ενώ στη δεύτερη γέννα σε 1-2 εβδομάδες. Ωστόσο, αν κάποια γέννα χαθεί και υπάρξει ανάγκη άμεσης ωοτοκίας, η δόμηση της φωλιάς μπορεί να ελαττωθεί στις 1-2 ημέρες. Η γέννα είναι συχνά πολύ πλούσια και, μπορεί να φθάσει μέχρι και 18 (!) αυγά, αλλά συνήθως είναι (5-)8 έως 12(-13) αυγά, με την εναπόθεση να γίνεται ανά 24ωρο. Ωστόσο, το μέγεθος της ωοτοκίας είναι μικρότερο, όσο τα πτηνά αρχίζουν αργότερα και η πυκνότητα των ανταγωνιστών είναι υψηλότερη.[46] Επίσης, τυχόν δεύτερη ωοτοκία τείνει να έχει μικρότερο μέγεθος, ενώ ο αριθμός των αυγών επηρεάζεται και από το πόσο απομονωμένη είναι η περιοχή φωλιάσματος. Έτσι, οι γέννες σε παράκτια νησιά τείνουν να είναι μικρότερες, αλλά με μεγαλύτερα αυγά από εκείνες στα ηπειρωτικά.[47] Τα αυγά έχουν διαστάσεις 18Χ14 χιλιοστά και μέσο βάρος 1,7 γραμμάρια (εκ των οποίων το 6% είναι κέλυφος).[24] Το θηλυκό αναλαμβάνει όλα τα καθήκοντα επώασης, ενώ το αρσενικό αναλαμβάνει την τροφοδοσία της. Η φωλιά επιτηρείται στενά και, σε κάθε ενόχληση, οι γονείς αντιδρούν με ανοιγμένα τα φτερά και την ουρά και, χαρακτηριστικό συριγμό, συμπεριφορά που παρατηρείται σε πολλές παπαδίτσες. Η διάρκεια της επώασης, η οποία συγχρονίζεται με τη μέγιστη διαθεσιμότητα θηραμάτων, μπορεί να ποικίλλει εάν τυχόν οι περιβαλλοντικές συνθήκες αλλάξουν μετά από την εναπόθεση του πρώτου αυγού. Έτσι, μπορεί να καθυστερήσει η έναρξή της, είτε να εναποτεθούν περισσότερα αυγά, είτε ακόμη και να διακοπεί.[48] Πάντως, σε κάθε περίπτωση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού και η διάρκειά της είναι 13-14 ημέρες ( με απώτατα όρια 10-22 ημέρες). Επειδή, λοιπόν, τα πρώτα αυγά δεν επωάζονται αμέσως, συνήθως καλύπτονται με φυτικό υλικό για θερμοκρασιακή προστασία.[39] Η εκκόλαψη των αυγών πραγματοποιείται ανά 1-5 ημέρες. Οι νεοσσοί, όπως συμβαίνει με όλες τις παπαδίτσες, γεννιούνται τυφλοί και είναι φωλεόφιλοι. Ανοίγουν τα μάτια τους στις 8-9 ημέρες[49] και, μόλις τα φτερά αρχίζουν να εκπτύσσονται, φαίνεται ότι ήδη είναι χρωματισμένα με καροτενοειδή παρόμοια με τους γονείς τους (στα περισσότερα είδη είναι θαμπού χρώματος για να αποφευχθεί η θήρευση), πράγμα ασυνήθιστο για φωλεόφιλα πτηνά. Ο αυχένας τους είναι ήδη κίτρινος και προσελκύει την προσοχή των γονέων από την υπεριώδη ανακλαστικότητά του. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, είτε για να γίνονται οι νεοσσοί πιο εύκολα αντιληπτοί σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, είτε να είναι ένα σημάδι φυσικής κατάστασης για να κερδίσει την προσοχή των γονέων.[50] Οι νεοσσοί σιτίζονται και από τους δύο γονείς, κυρίως όμως από το θηλυκό, λαμβάνοντας συνήθως 6-7 γραμμάρια τροφής την ημέρα.[22] Επίσης, και οι δύο γονείς συμμετέχουν εξίσου στην ενίσχυση και τον καθαρισμό της φωλιάς.[51] Οι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά για 16-22 ημέρες (17-20 ημέρες στην κεντρική Ευρώπη) και ανεξαρτητοποιούνται 8 περίπου ημέρες μετά την απόκτηση του πρώτου κανονικού πτερώματος. Η σίτισή τους μπορεί να συνεχιστεί έως και για 25 ημέρες μετά, σε νεοσσούς της πρώτης γενιάς, αλλά για διάστημα 50 ημερών για εκείνους της δεύτερης.[22] Φαίνεται ότι οι νεοσσοί από δεύτερο γόνο, έχουν πιο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα και ασθενέστερη σωματική κατάσταση από αυτούς του πρώτου και, ως εκ τούτου, έχουν χαμηλότερο προσδόκιμο ποσοστό επιβίωσης.[52] Στην Ελλάδα, ο καλόγερος απαντάται όλο το έτος και σε όλη την επικράτεια, όπου φωλιάζει μόνιμα ως επιδημητικό είδος.[20] Μεγάλη προσοχή απαιτείται για την προστασία του κρητικού υποείδους (βλ. παραπάνω ενότητα Γεωγραφική κατανομή υποειδών). ΘηρευτέςΤο Ξεφτέρι είναι ο κύριος θηρευτής των καλόγερων, με το νεαρά της δεύτερης γέννας να είναι σε υψηλότερο κίνδυνο, λόγω της μεγαλύτερης ανάγκης του γερακιού για να θρέψει τους δικούς του νεοσσούς.[53][54]. Επίσης, οι φωλιές τους λεηλατούνται συχνά από δρυοκολάπτες, ιδιαίτερα όταν είναι τεχνητές.[55] Άλλοι θηρευτές είναι οι εισηγμένοι γκρι σκίουροι (στη Βρετανία) και λιγότερο οι νυφίτσες, οι οποίες είναι σε θέση να συλλάβουν και τους ενήλικες.[56] Σχέση με τον άνθρωποΟ καλόγερος είναι ένα εξαιρετικά δημοφιλές πουλί, ιδιαίτερα στη Β. Ευρώπη όπου αφθονεί στα πάρκα και, κλέβει την παράσταση με τα ακροβατικά του, όταν τρέφεται με ξηρούς καρπούς ή σπόρους. Η τάση του να χρησιμοποιεί άφοβα τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές, τον έχει κάνει ένα πολύτιμο αντικείμενο μελέτης στην ορνιθολογία, και είναι ένα από τα καλύτερα μελετημένα είδη στον κόσμο. Υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμο πρότυπο για τη μελέτη της εξέλιξης διαφόρων βιολογικών στοιχείων, κυρίως του μεγέθους ωοτοκίας του.[57] Έχει προσαρμοστεί πολύ καλά στις τροποποιήσεις του περιβάλλοντος, που οφείλονται στον άνθρωπο. Βέβαια, είναι πιο συχνός και έχει μεγαλύτερη επιτυχία αναπαραγωγής σε περιοχές με αδιατάρακτη δασική κάλυψη, αλλά έχει προσαρμοστεί και σε τροποποιημένα ενδιαιτήματα. Άλλωστε, είναι από τα πιο συνηθισμένα πουλιά σε αστικές περιοχές.[22] Για παράδειγμα, ο αναπαραγωγικός πληθυσμός στην πόλη του Σέφιλντ (μια πόλη μισού εκατομμυρίου ανθρώπων) έχει υπολογιστεί σε 17.164 άτομα.[58]
Κατάσταση πληθυσμούΟ καλόγερος είναι από τα καλύτερα προσαρμοσμένα είδη παγκοσμίως. Οι αριθμοί του είναι σταθεροί ή αυξάνονται ελαφρώς, γι αυτό και η IUCN έχει χαρακτηρίσει το πτηνό ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[1] Η τυπική μέση διάρκεια ζωής τους είναι 3 έτη και, η μέγιστη καταγεγραμμένη διάρκεια ήταν 13 έτη, 11 μήνες και 5 ημέρες (Ηνωμένο Βασίλειο, 1990).[24] Άλλες ονομασίεςΣτον Ελλαδικό χώρο ο Καλόγερος απαντά και με τις ονομασίες Παπαδίτσα, Καλόγηρος (Κυκλάδες), Καλόγρηα, Καλογραιά, Καλογρίτσα, Καλογρίδα, Καλογρίδι (Κρήτη), Στεφανούρα (Μεσσηνία), Κλειδωνάς (Αττική), Σπιζίτης, Τετετζιά, Τετεντής (Πάρνηθα) και Ανυφαντού (Κρήτη).[60] Σημειώσειςi. ^ Η ονομασία Αιγίθαλος δεν πρέπει να συγχέεται με τη λατινική Aegithalos της οποίας αποτελεί πιστή μετάφραση και αποτελεί διαφορετικό γένος της οικογενείας (Aegithalidae). ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα υποείδη Parus major kapustini και Parus major bargaensis.[61] Παραπομπές
Πηγές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|