Ξεφτέρι
Το Ξεφτέρι είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter nisus και περιλαμβάνει 7 υποείδη.[3][4] Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. n. nisus (Linnaeus, 1758).[3]
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
ΟνοματολογίαΗ λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (Hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (Falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει τη διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις). Ο όρος nisus στην επιστημονική ονομασία του είδους αναφέρεται στον μυθολογικό Έλληνα βασιλιά των Μεγάρων Νίσο. Σύμφωνα με τον μύθο, μία από τις θυγατέρες του, η Σκύλλα, τον πρόδωσε για χάρη του Μίνωα και ο Νίσος μεταμορφώθηκε σε «αετό» (Hygini Fabulae 198, 242).[7] Η δεξιότητά του στο κυνήγι και οι ελιγμοί του, προσέδωσαν στο πτηνό την ελληνική του ονομασία αλλά και το προσωνύμιο («ξεφτέρι») σε κάποιον που διαθέτει ευστροφία και εξαιρετικές ικανότητες στην πραγματοποίηση στόχων.[8] Συστηματική ταξινομικήΤο είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Falco Nisus. Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).[9] Συγγενεύει φυλογενετικά με το αφρικανικό είδος A. rufiventris, ενώ η τριάδα με το -επίσης- αφρικανικό είδος A. ovampensis θεωρείται ότι συνιστά υπερείδος. Η συστηματική του είναι σχετικά ξεκάθαρη, με μόνη διαφωνία την κατάταξη του κεντρασιατικού υποείδους dementjevi (βλ. Πίνακα υποειδών). Γεωγραφική εξάπλωσηΤο είδος απαντά σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή), ιδιαίτερα στην Ευρασία, ενώ η παρουσία του στην Αφρική είναι λιγότερο εκτεταμένη. Στην Ευρώπη, το ξεφτέρι εξαπλώνεται σε όλη την ήπειρο εκτός από την Ισλανδία και τις απώτατες περιοχές της Σκανδιναβίας, ως επιδημητικό πτηνό, πλην των βορείων επικρατειών (Σκανδιναβίας και Ρωσίας), όπου έρχεται μόνο για να αναπαραχθεί τα καλοκαίρια. Η Ασία αποτελεί την κυριότερη αναπαραγωγική επικράτεια του είδους, από την τούνδρα και νοτιότερα, από την Ευρώπη στα δυτικά μέχρι την Καμτσάτκα, τη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία στα ανατολικά. Απουσιάζει από τη ΒΑ. Σιβηρία και από αρκετές ορεινές περιοχές του Καζακστάν και της Κίνας. Νότια, η εξάπλωση φθάνει μέχρι τη Ν. Ινδία και την Ινδοκίνα, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως περιοχές διαχείμασης. Στην Αφρική, τέλος, το ξεφτέρι απαντά στα βορειοδυτικά ως καθιστικό είδος, ενώ χρησιμοποιεί τις περιοχές κατά μήκος του Νείλου για διαχείμαση, φθάνοντας νότια μέχρι την Κένυα και την Τανζανία. [10]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο) Μεταναστευτική συμπεριφοράΤα ευρασιατικά ξεφτέρια μεταναστεύουν νότια για τον χειμώνα, από πιο κρύες περιοχές της Β. Ευρώπης και της Ασίας, κάποια στη Β. Αφρική (μερικοί πληθυσμοί μέχρι και την ισημερινή Α. Αφρική) και την Ινδία. Αντίθετα, οι πληθυσμοί των νοτιοτέρων επικρατειών είναι καθιστικοί ή διασπείρονται. Τα νεαρά άτομα αρχίζουν την αποδημία τους νωρίτερα από ό, τι οι ενήλικες, ενώ τα νεαρά θηλυκά φεύγουν νωρίτερα από τα νεαρά αρσενικά.[16] Ανάλυση δεδομένων δακτυλίωσης στην Ελιγολάνδη της Γερμανίας, διαπίστωσε ότι τα αρσενικά μεταναστεύουν σε μεγαλύτερες αποστάσεις και πιο συχνά από ό, τι τα θηλυκά. Έτσι, σε αποδημητικά πτηνά που δακτυλιώθηκαν στο Καλίνινγκραντ της Ρωσίας, η μέση διανυθείσα απόσταση κατά την ανάγνωση του δακτυλίου, ήταν 1.328 χλμ. για τα αρσενικά και 927 χλμ. για τα θηλυκά.[20]
Επίσης, μελέτη στη Ν. Σκωτία διαπίστωσε ότι, δακτυλιωμένα πουλιά που είχαν αναπαραχθεί σε «υψηλής ποιότητας» περιοχές, ανακτήθηκαν σε μεγαλύτερη αναλογία από εκείνα που προέρχονταν από «χαμηλής ποιότητας» περιοχές. Αυτό υποδηλώνει ότι, τα νεαρά άτομα που είχαν γεννηθεί σε υψηλής ποιότητας εδάφη, επιζούσαν καλύτερα. Επίσης, το ποσοστό ανάκτησης ήταν μειωμένο σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Μετά την περίοδο πτέρωσης, τα θηλυκά πουλιά διασπείρονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις από ό, τι τα αρσενικά.[21] Στο Νεπάλ, τα ξεφτέρια κινούνται υψομετρικά στα 2.440-4.200 μ., ενώ παρατηρούνται μέχρι τα 5.180 μ. κατά τη μετανάστευση.[22] Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τα Σβάλμπαρντ, το Τσαντ, τη Σομαλία, τη Νότια Αφρική, τη Μαλαισία και το Μπρουνέι.[6]
ΒιότοποςΤο είδος απαντά κυρίως σε δασώδεις, απομονωμένες περιοχές, κατά προτίμηση σε μέρη όπου εναλλάσσονται κωνοφόρα και φυλλοβόλα με μικρά ξέφωτα. Είναι διαδεδομένο στα περισσότερα δάση του φάσματος κατανομής του, καθώς επίσης και σε πιο ανοικτά ενδιαιτήματα με διάσπαρτα δέντρα.[28] Τα ξεφτέρια της Ευρασίας προτιμούν να κυνηγούν στις παρυφές των δασικών περιοχών, αλλά τα πουλιά που αποδημούν, μπορεί να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον.[16] Το αυξημένο ποσοστό μέσης ηλικίας συστάδων δένδρων που δημιουργούν οι σύγχρονες τεχνικές δασοκομίας, έχει ωφελήσει το είδος, σύμφωνα με νορβηγική μελέτη.[29] Αντίθετα με το συγγενικό διπλοσάινο, το ξεφτέρι, μπορεί να δει κανείς σε κήπους και σε αστικές περιοχές [30], ενώ μπορεί να φωλιάζει ακόμη και στα πυκνά πάρκα της πόλης.[28] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα δένδρα, Κωνοφόρα, Χωριά, Θαμνότοποι και Πόλεις.[31]
ΜορφολογίαΤο ξεφτέρι είναι μετρίου μεγέθους γεράκι με, μικρό κεφάλι και, μάλλον, κοντές, πλατιές και αμβλείες πτέρυγες. Ωστόσο, είναι το μικρότερο από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter. Εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό (χρωματικό και σωματικό), με τα θηλυκά να είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα αρσενικά (περίπου 25%,[32] από τις μεγαλύτερες διαφορές στα πτηνά), ενώ έχουν μέχρι και διπλάσιο βάρος.[33]
Η ουρά είναι κοντή, αλλά πάντοτε μακρύτερη από το εύρος των πτερύγων, με 4-5 (-6) λεπτές, κατά πλάτος σκούρες μπάρες, και μία (1) ευρύτερη τελική. Οι γραμμώσεις στα κεντρικά ερετικά φτερά δεν είναι πάντοτε ορατές στο ενήλικο θηλυκό. Όταν κάθονται, τα ξεφτέρια αναγνωρίζονται από το σχετικά μικρό ράμφος, τους λεπτούς ταρσούς και το λεπτό κάτω μέρος του σώματος. Οι ταρσοί, όπως και στα συγγενικά είδη, καλύπτονται στην εμπρόσθια επιφάνεια από ευμεγέθεις, εγκάρσιες φολίδες.[24]
Αρσενικό ♂: άνω επιφάνεια σώματος γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου, συχνά με κυανίζουσα απόχρωση. Παρειές και λεπτές οριζόντιες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά, κιτρινομπέζ/σκωριόχρωμες/κοκκινόξανθες (σπάνια με καφεγκρίζο χρώμα) που, από μακριά δίνουν την εντύπωση ενιαίου πορτοκαλί χρώματος. Πτέρυγες πιο μυτερές από του θηλυκού. Λίγο λευκό χρώμα στο ύψος των οφθαλμών. Ίριδα πορτοκαλί-κίτρινη ή πορτοκαλί-κόκκινη. Θηλυκό ♀: μεγαλύτερο από το αρσενικό, άνω επιφάνεια σώματος γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου ή καφεγκρίζα (χωρίς κυανίζουσα απόχρωση). Οριζόντιες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά, καφεγκρίζες (σπάνια με κιτρινομπέζ απόχρωση). Ίριδα φωτεινή κίτρινη ή πορτοκαλί. Επί πλέον, φέρουν και ευρεία χαρακτηριστική ανοικτόχρωμη οφθαλμική λωρίδα από το πίσω μέρος των ματιών μέχρι τον τράχηλο. Νεαρά άτομα: άνω επιφάνεια σώματος σκούρα καφέ, με κιτρινομπέζ πατάγιο (ορατό από κοντινή απόσταση). Το στήθος έχει ακανόνιστες ραβδώσεις παρά μπάρες, πιο διακριτές στα αρσενικά. Η ίριδα είναι κίτρινη αρχικά και αλλάζει χρώμα, αργότερα, στα αρσενικά
Βιομετρικά στοιχεία
(Πηγές:[5][22][37][38][39][40][41][24][42][32][43][44][45][46][47] ΤροφήΤο ξεφτέρι είναι ο κύριος θηρευτής μικρών πτηνών του δάσους,[48] αν και μόνον το 10% των επιθέσεων καταλήγει επιτυχώς.[49] Κυνηγάει με αιφνιδιαστική επίθεση, χρησιμοποιώντας φράκτες, συστάδες, οπωρώνες και λοιπές περιοχές κάλυψης κοντά στις δασικές παρυφές. Άλλωστε η επιλογή του εκάστοτε οικοτόπου υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις αυτές. Κάνει επίσης χρήση των κήπων σε κατοικημένες περιοχές, εκμεταλλευόμενο τα θηράματα που βρίσκονται εκεί.[20] Τα αρσενικά ξεφτέρια, συνήθως κυνηγούν πουλιά που ζυγίζουν μέχρι 40 γραμμάρια, μερικές φορές έως και 120 γρ., αλλά τα θηλυκά μπορούν να χειριστούν θηράματα μέχρι 500 γρ. ή περισσότερο. Το βάρος της τροφής που καταναλώνεται καθημερινά από τα ενήλικα πτηνά, εκτιμάται σε 40-50 γρ. για τα αρσενικά και 50-70 γρ. για τα θηλυκά ξεφτέρια. Κατά τη διάρκεια ενός έτους, ένα (1) ζευγάρι θα μπορούσε να θανατώσει μέχρι 2.200 σπουργίτια, 600 κοτσύφια ή 110 φάσσες.[20] Τα είδη που τρέφονται στην ύπαιθρο χωρίς κάλυψη, καθώς και αυτά που «δίνουν στόχο» από τις κινήσεις ή τα χρώματά τους, συλλαμβάνονται πιο συχνά από τα ξεφτέρια. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν ο καλόγερος και το σπουργίτι, που είναι ευάλωτα σε επιθέσεις. Γενικά, τα ξεφτέρια μπορεί να ευθύνονται για περισσότερο από το 50% των θανάτων σε ορισμένα είδη, όμως το ποσοστό αυτό αλλάζει από περιοχή σε περιοχή.[50] Τα αρσενικά συλλαμβάνουν, κυρίως, παπαδίτσες, σπίνους, σπουργίτια και τσιχλόνια, ενώ τα θηλυκά συλλαμβάνουν συχνά τσίχλες και ψαρόνια. Μεγαλύτερα θηράματα, όπως περιστέρια και καρακάξες, δεν πεθαίνουν αμέσως αλλά υποκύπτουν αργότερα, κατά τη διάρκεια του μαδήματος. Περισσότερα από 120 είδη πουλιών έχουν καταγραφεί ως δυνητικά θηράματα, ενώ κάποια ξεφτέρια, ως άτομα, μπορεί να ειδικεύονται σε ορισμένα είδη. Τα πουλιά που θηρεύονται είναι συνήθως ενήλικες ή νεαρά, αν και τρώγονται ενίοτε νεοσσοί στη φωλιά τους και θνησιμαία. Από τα θηλαστικά, οι νυχτερίδες και οι σκίουροι αποτελούν προτεραιότητα, ενώ τα έντομα καταναλώνονται πολύ σπάνια.[20][51] Τα μικρά πουλιά θανατώνονται κατά την πρόσκρουση ή από τα πόδια του αρπακτικού, ειδικά από τους ισχυρούς γαμψώνυχες. Η κατανάλωση αρχίζει μετά το μάδημα των φτερών, με τους θωρακικούς μυς πρώτα, ενώ αφήνονται μόνο τα οστά, αν και μπορεί να θραυστούν με τη χρήση της ειδικής εσοχής στη ρινοθήκη του γερακιού. Όπως και σε άλλα αρπακτικά πτηνά, τα ξεφτέρια αφοδεύουν άπεπτα σφαιρίδια (pellets) από μέρη της λείας τους. Συνήθως αποτελούνται από μικρά πούπουλα, καθώς τα μεγαλύτερα δεν καταναλώνονται.[52] Τεχνικές θήρευσηςΟ σωματότυπος του ξεφτεριού αντικατοπτρίζει και τον βιότοπο στον οποίο είναι προσαρμοσμένο να ζει και να κυνηγάει. Έχει μέτριο μέγεθος και σχετικά κοντές, στρογγυλεμένες πτέρυγες, χωρίς αιχμηρές, δρεπανοειδείς απολήξεις, για να μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα στα δέντρα, όταν καταδιώκει τη λεία του. Η ουρά του, αντιθέτως, είναι σχετικά μακριά, για να μπορεί να τη χρησιμοποιεί ως πηδάλιο κατά την πτήση. Είναι ικανότατος θηρευτής που εκμεταλλεύεται την ταχύτητα και ευελιξία του ανάμεσα στα δένδρα, στα δασικά ενδιαιτήματα όπου διαβιοί. Συνήθως περιμένει, καλά κρυμμένο μέχρι το θήραμα να πλησιάσει, αποκαλύπτει τη θέση του και πετάει γρήγορα και χαμηλά. Μπορεί να ακολουθήσει καταδίωξη, με το ξεφτέρι να προσπαθεί να αρπάξει το θύμα από το κάτω μέρος, πετώντας ακόμη και ανάποδα, ή το καταδιώκει τρέχοντας με τα πόδια μέσα στη βλάστηση. Δεν είναι τυχαίο ότι, χρησιμοποιεί μεγάλη γκάμα τεχνικών θήρευσης :[53]
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, το ξεφτέρι μπορεί να πετάξει σε απόσταση 2-3 χιλιομέτρων κάθε ημέρα. ΗθολογίαΚοντά στη φωλιά του, το ξεφτέρι εμφανίζει κρυπτική συμπεριφορά και, συνήθως, περνάει απαρατήρητο.[5] Γενικά, δεν είναι κοινωνικό πτηνό.[41] Συχνά, κινεί την ουρά του μετά από προσγείωση ενώ κάθεται σε ορθή στάση, αλλά με το κεφάλι τραβηγμένο προς τα πίσω.[43] ΠτήσηΗ πτήση του ξεφτεριού είναι πολύ χαρακτηριστική και έχει την πατέντα «φτεροκόπημα-φτεροκόπημα-αερολίσθηση». Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα σαν του περιστεριού και δίνουν ανοδική πορεία στο σώμα του, ενώ η σύντομη αερολίσθηση (glide), καθοδική. Αυτό σημαίνει ότι, η συνολική πτητική πορεία του πτηνού είναι «κυματιστή» (undulating) και όχι τόσο σταθερή όσο στο διπλοσάινο. Συνήθως πετάει χαμηλά πάνω από το έδαφος, ανάμεσα στα δένδρα και τους θάμνους, πραγματοποιώντας αιφνιδιαστικές επιθέσεις στη λεία του, ενώ δεν αποφεύγει τα πάρκα και τους κήπους των πόλεων, όπως το διπλοσάινο.[5] Το θηλυκό ξεφτέρι μπορεί να συγχέεται με το αρσενικό διπλοσάινο κατά την πτήση, δεδομένου ότι έχουν παρόμοιο μέγεθος. Ωστόσο, πέρα από την «κυματιστή» πτήση, το ξεφτέρι εμφανίζει διαφορετική σιλουέτα, με στενότερη ουρά στη βάση της, οξύτερες γωνίες σε πιο τετραγωνισμένη ουρά, κοντύτερο λαιμό και λεπτότερο σώμα.[5] Αντίθετα, στην παρατήρηση πεδίου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει από το σαΐνι. Μερικές φορές παρατηρείται να αιωροπορεί (soaring), συχνά κάνοντας κύκλους,[42] με τις πτέρυγες και την ουρά πιο ανοικτές από ό, τι στην πτήση σε ευθεία γραμμή.[41] Φωνή
ΑναπαραγωγήΖωτικός χώροςΜελέτη σε δασική περιοχή της Νορβηγίας έδειξε ότι, το μέσο μέγεθος του ζωτικού χώρου των ξεφτεριών ήταν 9,2 χλμ² για τα αρσενικά και 12,3 χλμ² για τα θηλυκά. Αυτός ο ζωτικός χώρος, ήταν μεγαλύτερος από εκείνον σε αντίστοιχες μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, «πιθανώς λόγω της χαμηλότερης παραγωγικότητας και της συναφούς χαμηλότερης πυκνότητας θηραμάτων [σε σχέση με τη νορβηγική περιοχή μελέτης]».[29] ΦωλιάΗ περίοδος φωλιάσματος είναι από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο, ανάλογα με την επικράτεια.[19] Το ξεφτέρι φωλιάζει σε εκτεταμένες περιοχές δασών, συχνά κωνοφόρων ή μικτών, προτιμώντας δάσος με δομή ούτε πολύ πυκνή, ούτε πολύ αραιή, για να καταστεί δυνατή η διαφυγή σε περίπτωση ανάγκης. Η φωλιά μπορεί να βρίσκεται στις διχάλες δέντρων, ή σε ένα μεγάλο, οριζόντιο κλαδί στον κάτω δασικό θόλο, ή στην κορυφή ενός ψηλού θάμνου. Συνήθως, προτιμώνται τα κωνοφόρα. Νέα φωλιά κατασκευάζεται κάθε έτος, συνήθως κοντά στη φωλιά του προηγούμενου έτους, μερικές φορές, χρησιμοποιώντας παλιές φωλιές άλλων πουλιών. Η φωλιά είναι μια πλατιά κατασκευή από ξερά κλαδιά, χαλαρά τοποθετημένα μεταξύ τους και με απλή επίστρωση από μικρά κλαδιά με φύλλα.[54]. Έχει μήκος έως 60 εκατοστά και μέση διάμετρο 60 εκατοστά, επίσης.[20] Την περισσότερη εργασία αναλαμβάνει το θηλυκό, με μικρή βοήθεια από το αρσενικό.
ΓένναΗ γέννα αποτελείται από (2-) 4 έως 5 (-7) ελαφρώς υποελλειπτικά και πιτσιλωτά αβγά, διαστάσεων 39,8 Χ 31,8 χιλιοστών [54] και βάρους 22,5 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[31] Εάν καταστραφεί κάποιο, είναι πολύ πιθανόν να γεννηθούν ακόμη 1-2 αβγά, μικρότερα όμως από τα πρώτα.[20] Η εναπόθεση γίνεται κάθε 2-4 ημέρες. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του 2ου ή 3ου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί, (32-) 33 έως 35 ημέρες για κάθε αβγό, αλλά 42 ημέρες συνολικά, για όλη την ωοτοκία.[40][54] Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Το θηλυκό τούς σιτίζει εντατικά για τις πρώτες 4-5 ημέρες, με το αρσενικό να φέρνει τροφή. Κατόπιν, το θηλυκό αρχίζει και αυτό να κυνηγάει και να εφοδιάζει τη φωλιά. Οι νεοσσοί πτερώνονται στις 13-28 ημέρες (τα αρσενικά προηγούνται των θηλυκών) και, 15 ημέρες μετά, αρχίζουν να τρέφονται μόνοι τους. Πραγματοποιούν την πρώτη πτήση στις 32 ημέρες, περίπου, αλλά παραμένουν μαζί με τους γονείς τους για τις επόμενες 27 ημέρες, περίπου.[54] Το ποσοστό επιβίωσης τον πρώτο χρόνο είναι 34%, με το 69% των ενηλίκων να επιβιώνουν από το ένα έτος στο άλλο. Η θνησιμότητα στα νεαρά αρσενικά είναι μεγαλύτερη από εκείνη των νεαρών θηλυκών, ενώ η τυπική διάρκεια ζωής είναι 4 έτη. Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται μεταξύ 1-3 ετών.[56] Τα περισσότεροι ξεφτέρια της Ευρασίας παραμένουν στην ίδια περιοχή για μία (1) αναπαραγωγική περίοδο, ωστόσο, κάποια διατηρούν την ίδια περιοχή μέχρι και οκτώ χρόνια. Αλλαγή του συντρόφου προκαλεί, συνήθως, αλλαγή στην περιοχή φωλιάσματος, ενώ τα γηραιότερα πουλιά τείνουν να παραμένουν στην ίδια περιοχή. Οι αποτυχημένες προσπάθειες αναπαραγωγής προωθούν την αλλαγή του εδάφους φωλιάσματος, ενώ τα πτηνά που διατηρούν τα ίδια εδάφη εμφανίζουν υψηλότερη αναπαραγωγική επιτυχία.[57] Φυσικοί θηρευτέςΣτους φυσικούς θηρευτές του είδους συμπεριλαμβάνονται η τυτώ, ο χουχουριστής, το διπλοσάινο, ο πετρίτης, ο χρυσαετός, ο μπούφος, η κόκκινη αλεπού και τα κουνάβια. Κατάσταση πληθυσμούΟ παγκόσμιος πληθυσμός του είδους βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Το ίδιο ισχύει για την Ελλάδα, αν και πάντοτε η λαθροθηρία και οι τυχαίες δηλητηριάσεις από εντομοκτόνα ή φάρμακα που προορίζονται για άλλα ζώα, αποτελούν διαχρονικά σοβαρούς κινδύνους. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μάλιστα, η δηλητηρίαση από το εντομοκτόνο κυκλοδιένιο («Αλντρίν»), είχε πάρει τραγικές διαστάσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με αποτέλεσμα, ο πληθυσμός του είδους να πέσει στο μισό.[16] Επίσης, στις χώρες όπου καλλιεργείται ευρέως η ενασχόληση με τα ταχυδρομικά περιστέρια, υπάρχει έντονη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του συγκεκριμένου χόμπυ και της Ορνιθολογικής Κοινότητας.[58] Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[59] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί»), η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Σουηδία.[60] Κατάσταση στην ΕλλάδαΤο ξεφτέρι είναι αρκετά διαδεδομένο στα ηπειρωτικά, κυρίως όμως στα βόρεια και κεντρικά και λιγότερο στην Πελοπόννησο. Απουσιάζει από τα περισσότερα νησιά ως αναπαραγόμενο είδος, εκτός από 2-3 νησιά του Αιγαίου και Ιονίου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όμως, επειδή στους ήδη υπάρχοντες πληθυσμούς προστίθενται και μεταναστευτικοί, είναι πιο κοινό είδος οπότε εμφανίζεται και σε πολλά νησιά.[23] Ωστόσο, πουθενά οι ενδημικοί πληθυσμοί δεν παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα.[61] Οι πρώτες χειμερινές αφίξεις πραγματοποιούνται από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η εαρινή αποδημία έχει ήδη ολοκληρωθεί στα μέσα με τέλη Μαρτίου. Υπάρχουν, επίσης, αποκλειστικά διαβατικοί πληθυσμοί, αλλά λίγα στοιχεία υπάρχουν για τη μεταναστευτική συμπεριφορά του ξεφτεριού στη χώρα, καθόσον αυτή «επικαλύπτεται» από τους ενδημικούς και διαχειμάζοντες πληθυσμούς. Πάντως, παρατηρείται περισσότερο κατά τη φθινοπωρινή, παρά κατά την εαρινή μετανάστευση.[62] Άλλες ονομασίεςΤο Ξεφτέρι απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Τσιχλογέρακας, Τσιχλογέρακο [63] και Τζικλοσιάχινο (Κύπρος).[64] ΣημειώσειςΣτην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:
Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης. Παραπομπές
Πηγές
Βιβλιογραφία
|