Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: χρειάζεται να αφαιρεθούν τα bullets, να μικρύνουν τα εισαγωγικά τμήματα και να συμπτυχθούν οι παραπομπές σε αρχαίο κείμενο
Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων.
Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ (γαλλικά: André Castaigne, αγγλικά: Andre Castaigne), που απεικονίζει σκάλα, η οποία καταρρέει, από το βάρος των Μακεδόνων στρατιωτών, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας των Μαλλών.
Αποφασιστική νίκη του Αλέξανδρου, κατάκτηση των Μαλλών, οριστικός έλεγχος της Πενταποταμίας και ολοκλήρωση της μακεδονικής προέλασης στην Αρχαία Ινδία.
Ο Μέμνων έδωσε ενισχύσεις ιππικού, με 6.000 ιππείς, από τη Θράκη και 7.000 πεζικό.[1] Οι ενισχύσεις έφεραν μαζί τους και 25.000 πανοπλίες,[1] προφανώς για το υπάρχον εκστρατευτικό σώμα, άρα συνολικά οι πεζοί πρέπει να ήταν τουλάχιστον 32.000.
Μαλλοί και Οξυδράκες μαζί πρέπει να είχαν συνολικά 90.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 900 άρματα.[2][3] Οι Οξυδράκες πιθανόν δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν συνολικά καιπιθανόν οι Μαλλοί να είχαν λιγότερες δυνάμεις, αλλά σαφώς περισσότερες των μακεδονικών δυνάμεων.
Απώλειες
άγνωστες
άγνωστες
Η πολιορκία των Μαλλών διεξήχθη από τον Μέγα Αλέξανδρο και τον στρατό του, από τον Νοέμβριο του 326 π.Χ. έως τον Φεβρουάριο του 325 π.Χ., κατά των Μαλλών ή Μαλλιανών (Μαλλοί ή Μάλλοι ή Μάλλιοι, οι κάτοικοι της περιοχής και της πόλης των Μαλλών καθώς και του βασιλείου των Μαλλών, Μαχλάβας[4]) της ανατολικής Πενταποταμίας (σήμερα: Πουντζάμπ, μεταξύ του Πακιστάν και της Ινδίας). Οι Μαλλοί είχαν συμμαχήσει με τους Οξυδράκες ή Συδράκες και είχαν αρνηθεί τη ασφαλή διάβαση των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την περιοχή τους. Ο Αλέξανδρος κατακτώντας την περιοχή τους και πολιορκώντας την ομώνυμη πρωτεύουσά τους, τους Μαλλούς (άρθρο, οι: Μάλλοι, σήμερα πιθανόν η πόλη Μουλτάν του Πακιστάν),[5] κατόρθωσε να ειρηνεύσει με επιτυχία την ευρύτερη περιοχή μεταξύ των δύο ποταμών Υδάσπη και Ακεσίνη. Αλλά τραυματίστηκε πολύ σοβαρά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του.[6]
Κίνητρα
Ο Αλέξανδρος είχε σχεδιάσει την πορεία του κατά μήκος των νέων ανατολικών ορίων της κατάκτησής του, που μόλις είχε οριστικοποιήσει, αμέσως μετά τη νίκη επί του βασιλιά Πώρου στη Μάχη του Υδάσπη, με σκοπό αρχικά τη διέλευση των στρατευμάτων του κατά μήκος, από τον ποταμό Υδάσπη προς τον ποταμό Ακεσίνη (σήμερα: οι ποταμοί Τζελούμ και Τσενάμπ), αλλά οι Μαλλοί και οι Οξυδράκες ή Οξυδράκοι συμμάχησαν και αρνήθηκαν τη διέλευση των στρατευμάτων του από το έδαφός τους. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε άμεσα να αποτρέψει τη συνένωση των στρατιωτικών δυνάμεών των δυο συμμάχων και οργάνωσε με μεγάλη γρηγοράδα, εκστρατεία εναντίον του βασιλείου και της πόλης των Μαλλών, κατακτώντας την περιοχή τους και πολιορκώντας και κυριεύοντας την πρωτεύουσά τους.
Τοποθεσίες μαχών - πολιορκίας
Τον χειμώνα του 326 π.Χ., κατά την εκστρατεία στην Ινδία, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκρούστηκε με την πολεμική φυλή των Μαλλών. Οι μάχες διεξήχθησαν σε περιοχές και διάφορες πόλεις του βασιλείου των Μαλλών. Η πολιορκία έγινε στην πρωτεύουσα πόλη, που είχε το ίδιο όνομα, την ακρόπολή της και τη γύρω από αυτήν περιοχή.
Νότια του ποταμού Υδραώτη (παραπόταμου του Ινδού) υπήρχε μία μεγάλη πόλη - φρούριο των Μαλλών (πιθανώς στη σημερινή Κοτ-Καμαλία (Κοt-Kamalia) ή στη σημερινή Μουλτάν την οποία ο Αλέξανδρος απέκλεισε από παντού.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η εκστρατεία ενάντια στο βασίλειο των Μαλλών και η πολιορκία της ομώνυμης πρωτεύουσάς τους, συνέβη ένα περίπου χρόνο, αφού ο Αλέξανδρος διέσχισε το Χίντου Κους,[7] και οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της εκστρατείας του κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Προς το παρόν, οι κτήσεις του και οι επαρχίες της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας εκτεινόταν από την Ελλάδα ως την τότε Ινδία (σήμερα οι γεωγραφικές περιοχές του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και του Πουντζάμπ) σε περιοχές των τότε ινδικών φυλών και βασιλείων, που προηγουμένως αποτελούσαν μακρινές κτήσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική κατάσταση τη χρονική περίοδο αυτή, στην Ελλάδα και την πρώην Περσική Αυτοκρατορία επίσης ήταν ήσυχη.[7]
Ο Αλέξανδρος είχε νικήσει τον βασιλιά Πώρο στη Μάχη του Υδάσπη, τον Μάιο του 326 π.Χ., και στη συνέχεια παρέμεινε στο έδαφος του βασιλείου του Πώρου, για τριάντα ημέρες.[8] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συμφιλίωσε τον Πώρο και τον άλλο υποτελή του, τον Ταξίλη, δεδομένου ότι πλέον ήταν και οι δύο τους νέοι σατράπες και υποτελείς του στη Μακεδονική Αυτοκρατορία,[8] αλλά επίσης μεταξύ αυτών συμφιλίωσε και άλλους υποτελείς του τοπικούς ηγέτες.
Ο Αλέξανδρος το πέτυχε με την επίλυση των διαφορών με τη διαιτησία του και στη συνέχεια με τη συμφωνία για οικογενειακές συμμαχίες.[1]
Υποτέλεια 37 πόλεων των Γλαυκανικών ή Γλαυσών - Υποταγή Αβισάρη, ηγέτη των Κασμιρίων
Στη συνέχεια βάδισε στα βορειο-ανατολικά προς τους Γλαυκανίκες ή Γλαύσες[9] και έλαβε αίτημα υποτέλειας των τριάντα επτά πόλεων τους.[8][10] και στη συνέχεια αίτημα υποτέλειας του Αβισάρη, ηγέτη των Κασμιρίων που διοικούσε την ομώνυμη περιοχή[11] όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη Χαζάρα (Hazara) του Πακιστάν, ο οποίος έδωσε στους Μακεδόνες πολλά δώρα, μεταξύ των οποίων σαράντα ελέφαντες.[8][12]
Μετά τη άφιξή του στον ποταμό Υδραώτη, άφησε φρουρά[13] και προγραμμάτιζε να βαδίσει εναντίον των Καθαίων που είχαν πρωτεύουσα πόλη τους τα Σάγγαλα που ετοίμαζαν την αντίσταση τους και των Αδραϊστών που είχαν πρωτεύουσα πόλη τους τα Πίμπραμα, οι οποίοι υποτάχθηκαν αμέσως.[14]
Πολιορκία των Σαγγάλων
Σε αρκετούς από τους Γανδάριους (κάτοικοι ανατολικά του ποταμού Υδραώτη) που δεν υποτάχθηκαν, ο Αλέξανδρος τους φέρθηκε αρκετά βίαια.[εκκρεμεί παραπομπή] Πληροφορούμενος ότι οι Καθαίοι, οι Μαλλοί και οι Οξυδράκες ή Συδράκες, που είχαν τη φήμη τολμηρών και κραταιών πολεμιστών,[15] ετοιμάζονταν για αντίσταση κινήθηκε γρήγορα εναντίον των Καθαίων (Κσατρίγια).[16]
Αρχικά πέρασε τον Υδραώτη και έφτασε στην πόλη των Αδραϊστών (Αντρίστα) τα Πίμπραμα όπου οι κάτοικοι προέβησαν σε συνθηκολόγηση και τον ακολούθησαν ως σύμμαχοι.[17]
Την επομένη ημέρα ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τα Σάγγαλα (πιθανόν η σημερινή Λαχώρη ή το Αμριτσάρ), όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Καθαίοι και ορισμένοι γείτονές τους.[18]
Εκεί πραγματοποίησε τη νικηφόρα πολιορκία των Σαγγάλων[19][20] και αφού έθαψε τους νεκρούς της μάχης σύμφωνα με τις καθιερωμένες τιμές έστειλε τον γραμματέα του Ευμένη σε δύο ακόμα πόλεις, που είχαν προετοιμαστεί για αντίσταση, προειδοποιώντας τους υπερασπιστές τους ότι αν παρέμεναν στις θέσεις τους και τον δέχονταν φιλικά, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Όμως για άλλη μια φορά οι Ινδοί εγκατέλειψαν τις πόλεις. Στη συνέχεια επέστρεψε και ως τιμωρία - παραδειγματισμό κατέστρεψε τα Σάγγαλα,[19] τα οποία θα ανοικοδομούσαν αργότερα οι Διάδοχοι του με την ονομασία πλέον Ευθυδήμεια.[19]
Στη συνέχεια ανέθεσε στον Πώρο τη φρούρηση των πόλεων που παραδόθηκαν και προέλασε κατά των εθνών πέρα από τον ποταμό Ύφασι.[19]
Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Κούρτιο οι δύο τελευταίοι βασιλείς, που παραδόθηκαν στη δυτική όχθη του Ύφασι, ήταν ο Σοφίτης ή Σωπείθης κι ο Φηγέας. Σύμφωνα με τον Αρριανό το βασίλειο του Σωπείθη δεν ήταν στον Ύφασι αλλά στον Υδάσπη και υποτάχθηκε όταν ο Αλέξανδρος άρχισε την κάθοδο προς τη θάλασσα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στον ποταμό Ύφαση (σύχρονα ελληνικά: Βίας ή Μπέας), λοιπόν ο στρατός του στασίασε. Οι στρατιώτες του δεν μοιράζονται τη φιλοδοξία του για περαιτέρω κτήσεις και εύχονταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι κλιματολογικές συνθήκες των Μουσώνων επίσης δεν βοηθούσαν: Έβρεχε τις τελευταίες εβδομήντα ημέρες.[22]
Στη Μάχη του Υδάσπη τα στρατεύματα είχαν υποστεί πολλές απώλειες. Η Αυτοκρατορία των Νάντα φημολογούταν ότι ήταν ακόμα πιο ισχυρή από το βασίλειο του Πώρου, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής ενός σχετικά μικρού πριγκηπάτου.
Ο Κοίνος με τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων στρατηγών, μίλησε[23] για λογαριασμό των στρατευμάτων και παρακάλεσε τον Αλέξανδρο να τους επιτρέψει να επιστρέψουν. Ο Αλέξανδρος τελικά συμφώνησε.
Αμέσως μετά από αυτό το συμβάν, ο Μέμνων[24] έδωσε ενισχύσεις ιππικού, με 6.000 ιππείς, από τη Θράκη, και 7.000 πεζικό.[1] Οι ενισχύσεις έφεραν μαζί τους και είκοσι πέντε χιλιάδες πανοπλίες,[1] προφανώς για τους υπάρχοντες στρατιώτες. Αν αυτές οι ενισχύσεις είχαν έρθει νωρίτερα, ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να πείσει τους στρατιώτες του να προελάσουν ανατολικά. Τελικά, όμως, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να κατηφορίσει νότια, ακολουθώντας τον ποταμό Υδάσπη, αφού οι οιωνοί φαινομενικά, όπως δήλωσε, ήταν δυσμενείς για πορεία προς τα ανατολικά. Αρχικά, ο στόλος έπλευσε προς τα κάτω τον ποταμό και σε μικρές αποστάσεις ο στρατός προχωρούσε βαδίζοντας στην ενδοχώρα.[25] Πολύ μικρή μερίδα του στρατού ήταν πλέον γνώστες της περιοχής.[25]
Ο Αλέξανδρος έλαβε αναφορά ότι οι Μαλλοί και οι Οξυδράκες είχαν αποφασίσει να ανταλλάξουν ομήρους μεταξύ τους, ότι μεταφέρουν όλα τους τα τιμαλφή στις οχυρωμένες πόλεις τους.[2][3] και ότι αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να τον εμποδίσουν να προελάσει μέσα από το έδαφός τους. Άλλες πληροφορίες επίσης του αναφέρουν ότι είχαν συνολικά 90.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 900 άρματα.[2][3]
Παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί λαοί ήταν ανέκαθεν εχθροί, αναφέρθηκε ότι είχε θέσει κατά μέρος τις διαφορές τους για να πολεμήσουν τους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος τελικά αποφάσισε να τους αποτρέψει, από το να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Ήταν συνήθεια του Αλεξάνδρου, όπως και του πατέρα του Φιλίππου Β’, να κάνει εκστρατεία σε όλες τις εποχές του χρόνου.[26] Στην Ελλάδα, αυτό σήμαινε τον χειμώνα, αλλά στην Ινδία, αυτό σήμαινε την εποχή των βροχών (μουσώνων) ή ακόμη και του ψύχους.
Η συμμαχία Μαλλιανών - Οξυδρακών αγνοούσε την πρακτική αυτή, και ως εκ τούτου ανέμεναν ότι θα είχαν περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστούν για την προέλαση του Αλέξανδρου.
Καθ ' όλη την ιστορική διαδρομή του, ο Αλέξανδρος έκανε αρκετές φημισμένες πορείες αντίθετα σε αντίξοες συνθήκες. Υπενθυμίζεται επίσης, ότι μετά τη Μάχη στα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος και οι δυνάμεις του κατόρθωσαν να φθάσουν στην πόλη Μέγας Ζευς ή Λκόω, δίπλα στον ομώνυμο ποταμό (αρχαία ελληνικά: Λκόω, βυζαντινά: Μέγας Ζβάω, σύγχρονα Μεγάλος Ζαμπ, κουρδικά: Zêy Badînan ή Zêy Badînan), 55 χιλιόμετρα (34 μίλια), από το πεδίο της μάχης, μόλις μια μέρα μετά.[26]
Στρατηγικοί ελιγμοί και προετοιμασίες για τη μάχη
Μόλις έμαθε την είδηση της συμμαχίας τον Νοέμβριο, ο Αλέξανδρος επιτάχυνε τις ενέργειές του για να αποφευχθεί η συνένωση των στρατευμάτων των δύο φυλών. Έφτασε στην περιοχή μέσα σε πέντε ημέρες κατερχόμενος τον Υδάσπη με τον στόλο που είχε κατασκευαστεί πρόσφατα.[2] Τα σκάφη είχαν κατασκευαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να αποσυναρμολογούνται και να επανασυναρμολογούνται εκ νέου μαζί, έτσι ώστε να μπορούν να μεταφέρονται σε όλη την Πενταποταμία.[27] Υπήρχαν, όπως και σήμερα, πέντε μεγάλοι ποταμοί στην Πενταποταμία (η Πουντζάμπ, αναφέρεται ως σήμερα ως «Η Κοιλάδα των Πέντε Ποταμών»). Γι'αυτό ήταν αναγκαίο να μπορούν τα σκάφη να μεταφέρονται εύκολα, από τη μία στην άλλη κοίτη των ποταμών.[28] Ο Υδάσπης και ο Ακεσίνης ήταν επικίνδυνοι στην πλεύση τους σε αυτήν τη περιοχή[29] και οι Μακεδόνες υπέστησαν μερικές ζημιές σε πλοία και κάποιες απώλειες σε προσωπικό.[2] Χρησιμοποιήθηκαν δύο είδη πλοίων, τα πολεμικά πλοία και τα πλοία μεταφοράς, γνωστά ως «στρόγγυλα σκάφη» (αγγλικά: round vessels).[30] Τα πλοία μεταφοράς δεν υπέστησαν ζημιές,[30] αφού τα στρογγυλά ύφαλά τους βοήθησαν να περιηγηθούν στα δύσκολα κανάλια. Αντίθετα, τα πολεμικά πλοία είχαν σημαντικές δυσκολίες, και πολλά καταστράφηκαν,[30] καθώς οι διπλές σειρές των κουπιών τους σήμαινε αυτομάτως ότι η κάτω σειρά των κουπιών κτυπούσε στην όχθη του ποταμού και καταστρεφόταν.[30] Σε κάποιο μάλιστα δύσκολο σημείο του ποταμού ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του την πανοπλία του και ετοιμάσθηκε να πηδήξει στο νερό, καθώς το πλοίο του κινδύνευε να βυθιστεί.[30]
Πήραν μέρος στις γενικότερες επιχειρήσεις κατά των Μαλλών οι Πείθων ο Αγήνορα ή Πίθων[31] (δεν πρέπει να συγχέεται με τον βασιλικό σωματοφύλακα Πείθων του Κρατεύα),[32] ο Δημήτριος ο Αλθαιμένη[33] και από τον ποτάμιο στόλο ο επικεφαλής του Νέαρχος του Ανδροτίμου.[34] Ο Πτολεμαίος ο Λάγου, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν έλαβε μέρος στην πολιορκία της πόλης των Μαλλών, καθώς «διοικούσε άλλο στρατιωτικό τμήμα και πολεμούσε αλλού, εναντίον άλλων βαρβάρων».[35]
Η μάχη
Πρώτη φάση
Ωστόσο, οι Μακεδόνες σύντομα κατόρθωσαν[30] να φθάσουν στην επικράτεια των αντιπάλων τους, και αν και τα πλοία τους δεν είχαν καλά-καλά υποβληθεί σε επισκευές, επιτέθηκαν πρώτα, στα δυτικά, στη φυλή που ονομαζόταν Σίβες (αρχαία ελληνικά: Σίβαι, αγγλικά: Sibae).[30] Αυτή η φυλή, φέρεται να διέθετε 40.000 πολεμιστές, που ήταν στη δεξιά όχθη και έτσι οι Μακεδόνες είχαν να διασχίσουν το ποτάμι, προκειμένου να τους επιτεθούν.[30][36] Σύντομα οι Μακεδόνες κατέστρεψαν την πρωτεύουσά τους και έκαψαν τις καλλιέργειες τους, θανάτωσαν όλους τους άνδρες και υποδούλωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά.[30][36] Σε όλη την προηγούμενη εκστρατευτική του πορεία, ο Αλέξανδρος ήταν γενικά αυστηρός προς τα στρατεύματά του, προκειμένου να είναι φιλεύσπλαχνος προς τους κατοίκους των προσφάτως κατακτημένων εδαφών. Αυτή η σημαντική αλλαγή στην πολιτική του εκτιμάται ότι προοριζόταν ως «παράδειγμα προς αποφυγήν» για τις άλλες φυλές. Αυτό έγινε επίσης και για την εξασφάλιση της γραμμής των επικοινωνιών των Μακεδόνων, η οποία, όντας ήδη υπερεκτεταμένη, ήταν σε σοβαρό κίνδυνο περικοπής της. Επεκτεινόμενη σε όλη τη διαδρομή από τη Βαβυλώνα ως την Πενταποταμία, αν διεσπάτο οπουδήποτε, τότε ολόκληρη η εκστρατεία θα μπορούσε να καταρεύσει. Δεν χωρούσαν ημίμετρα για την εξασφάλιση των γραμμών επικοινωνιών στην υπερεκτεταμένη τους κατάσταση. Ο Αλέξανδρος ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τους Μαλλούς να ξεφύγουν και ως εκ τούτου, σχεδιάζει μια περίπλοκη εκστρατεία που του επέτρεψε να διατηρήσει τις εσωτερικές γραμμές, έτσι ώστε αυτός θα μπορούσε να ενισχύσει τον εαυτό του σε οποιοδήποτε σημείο απειλούταν.[37]
Πρόσθεσε το στρατιωτικό σώμα του Φιλίππου, την ταξιαρχία του Πολυπέρχωνα, τους ιππο-τοξότες του και τους πολεμικούς ελέφαντες, που παρελαύνουν κάτω από τον ποταμό, ως και τη δύναμη του Κρατερού.[37] Στη συνέχεια διέταξε τον ναύαρχό του Νέαρχο να πλεύσει κάτω από τον ποταμό με τον στόλο και να δημιουργήσουν μόνιμη βάση για τη διεξαγωγή περαιτέρω εργασιών στη διασταύρωση των ποταμών Ακεσίνη και Υδραώτη.[37] Επιπλέον, η βάση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να πιάσει δραπετεύοντες Μαλλούς.[37] Τρεις ημέρες αργότερα, ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κρατερό και το σώμα του να τον ακολουθήσουν κάτω από τον ποταμό στη δεξιά όχθη.[37]
Ο Αλέξανδρος διαιρεί τον στρατό του σε τρία μέρη[38] που πέρασαν πάνω στην αριστερή όχθη.[37] Η δική του δύναμη τοποθετήθηκε ακριβώς απέναντι από την έρημο,[37] και προοριζόταν να αναλάβει η ίδια το πιο δύσκολο έργο, όπως το συνήθιζε. Η δύναμή του αποτελούνταν από υπασπιστές, τοξότες, τους επιδέξιους ακοντιστές Αγριάνες,τη ταξιαρχία του Πείθωνα της φάλαγγας, οι ιππο-τοξότες και το μισό του ιππικού των Εταίρων.[37][39]
Αν και ήταν μια δύσκολη πορεία στην έρημο, η πορεία αυτή εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: Πρώτον, αρχικά ήταν για να εκπλήξει τους Μαλλούς,[37] και δεύτερον προκειμένου να του προσδώσει στρατηγική θέση από την οποία θα μπορούσε να τους οδηγήσει προς τα νότια, έτσι ώστε να πιεσθούν από τις υπόλοιπες δυνάμεις του.[37]
Η δύναμη του Ηφαιστίωνα διατάχθηκε να βαδίσει απέναντι από τη δύναμη του Κρατερού, στην αριστερή όχθη του ίδιου ποταμού.[37]
Απεστάλη σε απόσταση πέντε ημερών από τη δύναμη του Αλεξάνδρου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε διαφυγή από τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου θα ήταν εύκολο να εμποδιστεί, εάν δεν ενέπιπτε ήδη στο πεδίο δράσης του Κρατερού.[37] Η δύναμη του Πτολεμαίου διατάχθηκε να ακολουθήσει την πορεία του Αλεξάνδρου τρεις ημέρες αργότερα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τυχόν Μαλλοί στρατιώτες, που είχαν διαφύγει στον βορρά θα εξακολουθήσουν να συλλαμβάνονται και θανατώνονται.[37]
Δεύτερη φάση
Σε αυτό το σημείο, η προσωρινή συμμαχία μεταξύ των Μαλλών και των Οξυδρακιανών (αγγλικά: Oxydracians) άρχισε να καταρρέει.[40]
Οι δύο φυλές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σχετικά με το ποιος μπορούσε να τους καθοδηγήσει,[40] και οι δυνάμεις τους υποχώρησαν στα οχυρά τους, από κάθε ομάδα χωριστά, προκειμένου να τα περιφρουρήσουν οι ίδιοι.[40]
Μετά την εκκίνηση, σε όλη την έρημο, ο Αλέξανδρος βάδισε συνεχώς, κάνοντας μόνο μισή μέρα στάση σε σημείο προς απόκτηση νερού.[40]
Οι στρατιώτες του βάδισαν 72 χιλιόμετρα (45 μίλια) σε περίπου 24 ώρες.[41][42]
Φτάνοντας κοντά στην πόλη, που σήμερα πιθανολογείται ότι είναι η πόλη της Κοτ Καμαλία (Κot Kamalia), ξημερώματα,[42] ο Αλέξανδρος οδήγησε το στράτευμα μπροστά μαζί με το ιππικό και τους Εταίρους του και εξέπληξε εντελώς τους Μαλλούς - σε τέτοιο βαθμό που πολλοί από αυτούς βρίσκονταν ανέτοιμοι ακόμη έξω από την πόλη τους. Όπως και ο Αλέξανδρος ανέμενε, αυτοί δεν πίστευαν ότι θα τολμούσε να διασχίσει την έρημο.[43] Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός από αυτούς σκοτώθηκε,[43][44] και ο Αλέξανδρος κυνήγησε εκείνους οι οποίοι γλύτωσαν από το μακελειό και οι οποίοι κατέφυγαν στην πόλη.[44] Στη συνέχεια, δημιούργησε ένα κλοιό με το ιππικό του γύρω από αυτήν τη σχετικά μικρή πόλη και περίμεναν την άφιξη του πεζικού του.[43][44]
Όταν το πεζικό του έφτασε, ο Αλέξανδρος διαχώρισε τον Περδίκκα μαζί με το ιππικό του και τον Κλείτο τον Μέλα με το δικό του ιππικό, και τον διέταξε να περικυκλώσει μια άλλη πόλη των Μαλλών προς τα νότια-ανατολικά.[43]
Ωστόσο, ο ίδιος του έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες να μην πολιορκήσει αμέσως την πόλη, φοβούμενος ότι πιθανόν κάποιοι από τους κατοίκους να προλάβουν να ξεφύγουν και να δώσουν νέα σχετικά με το τι συνέβαινε στους υπόλοιπους αμυνόμενους της περιοχής, δίνοντάς τους χρόνο για να ξεφύγουν.[44]
Ο Αλέξανδρος επιθυμούσε ο Περδίκκας να περιμένει τη δική του άφιξη με το υπόλοιπο της δύναμης του.[45]
Αυτό είναι ένα άλλο παράδειγμα, του πως ο Μεγάλος Αλέξανδρος πραγματοποιούσε την ανάθεση κάθε εργασίας που θεωρείται σημαντική σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του και πως αντιμετωπιζόταν αυτή η ανάληψη ευθυνών, και φυσικά αυτή ήταν πρακτική που επαναλαμβάνεται καθ 'όλη τη διάρκεια των εκστρατειών. Σύντομα ο Αλέξανδρος κατέλαβε την πόλη που πολιορκούσε, χρησιμοποιώντας εξοπλισμό πολιορκίας όπως ο καταπέλτης στρέψης.[46] Ο καταπέλτης στρέψης ήταν το πιο ισχυρό πολιορκητικό όπλο της εποχής, και είχε φέρει επανάσταση στην πολεμική τέχνη της πολιορκίας. Ο Αλέξανδρος σύντομα θα το χρησιμοποιήσει εκτεταμένα για να κατακτήσει και όλες τις άλλες πόλεις της περιοχής.[47] Ο στρατός του Αλεξάνδρου, στη συνέχεια υπερκέρασε τη φρουρά της πόλης, ισχύος δύο χιλιάδων ανδρών και τους σκότωσε όλους.[45] Όταν ο Περδίκκας έφτασε στην πόλη που υποτίθεται ότι έπρεπε να περικυκλώσει, τη βρήκε άδεια, κυνήγησε τους επιζώντες και τους εξολόθρευσε.[44]
Ο Αλέξανδρος επέτρεψε στους άνδρες του να ξεκουραστούν μέχρι την πρώτη φυλακή της νύχτας.[48]
Μετά από αυτό, οι Μακεδόνες συνέχισαν την καταδίωξη των Μαλλών, προς την επόμενη πόλη που ήταν η σημερινή βραχμανική πόλη της Ατάρι (Atari). Μετά την άφιξή του, ο Αλέξανδρος έστειλε αμέσως τη φάλαγγα του προς τα εμπρός προκειμένου να προετοιμαστεί για την υπονόμευση των τειχών της πόλης. Ωστόσο, οι Ινδοί, οι οποίοι είχαν πλέον πληροφορηθεί για την ισχυρή πολιορκητική τεχνογνωσία του Αλεξάνδρου, αποφάσισαν ότι θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να αμυνθούν καλύτερα από την ακρόπολη τους.[26] Οι Μακεδόνες ακολούθησαν.
Ο Αλέξανδρος οδήγησε την πολιορκία της ακρόπολης, φέρνοντας τη φάλαγγα του κατευθείαν προς τα τείχη.[48]
Η ακρόπολη κάηκε και πέντε χιλιάδες Μαλλοί έχασαν τη ζωή τους μέσα στα τείχη της.[49][50][51]
Μετά από ξεκούραση μιας μόνο ημέρας,[50] ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς την πόλη Μουλτάν.
Ωστόσο, οι Μαλλοί είχαν διασχίσει ήδη το ποτάμι και περίμεναν την άφιξη του στη δυτική όχθη.
Τελική φάση
Πριν συνεχίζει την εκστρατεία του εναντίον των Μαλλών, ο Αλέξανδρος έστειλε τον Πείθωνα και τον Δημήτριο πίσω προς το ποτάμι, τα δάση και την έρημο.[50][52][53]
Οι διαταγές τους ήταν να σκοτώσουν όποιον δεν υποτασσόταν.[50] Ο λόγος ήταν ότι πολλές από τις πόλεις εγκαταλείφτηκαν και ερημώθηκαν, καθώς οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου έφταναν σε αυτές.[50] Οι πρόσφυγες από τις πόλεις αυτές αιχμαλωτίζονταν στα δάση της περιοχής τα παράλληλα με τον ποταμό Υδραώτη.[52] Οι Μαλλοί έδωσαν μάχη με τον Αλέξανδρο στο ύψωμα της δυτικής όχθης του Υδραώτη.[52] Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ο στρατός του είχαν γίνει τέτοιο αντικείμενο του φόβου στα μάτια τους, που ο Αλέξανδρος αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει κατά μήκος του ποταμού. Αυτή δεν ήταν μια νέα τακτική, καθώς ήδη ο πατέρας του Φίλιππος Β΄ είχε τελειοποιήσει το ιππικό σώμα της Μακεδονίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε το πεζικό, σε πολλές περιπτώσεις, να επιτίθεται μόνο μετά το ιππικό. Οι Μαλλοί τράπηκαν σε φυγή πριν ακόμα το μακεδονικό πεζικό να εμπλακεί στη μάχη. Ο Αλέξανδρος τους καταδίωξε με το ιππικό του για 8 χιλιόμετρα (5 μίλια).[54]
Οι Μαλλοί, συνειδητοποιώντας τελικά πόσο μικρός είναι ο αριθμός του μακεδονικού ιππικού που τους ακολουθούσε, επέλεξαν να σταματήσουν και να πολεμήσουν. Ο Αρριανός εκτιμά ότι υπήρχαν 50,000 (πενήντα χιλιάδες) Μαλλοί σε αυτό το σημείο. Ως ο εμπειρότερος των Εταίρων, ο Αλέξανδρος έθεσε εαυτόν σε πολύ ευάλωτη κατάσταση. Ωστόσο, οι υπόλοιποι Μακεδόνες σχημάτισαν κλοιό γύρω από τους Μαλλούς και τους επιτίθενται στα πλάγια και πίσω.[54] Τελικά, το μακεδονικό ελαφρύ πεζικό κατέφθασε, και οι Μαλλοί έχασαν το ηθικό τους και κατέφυγαν στην ομώνυμη πόλη των Μαλλών (σήμερα γνωστή ως Μουλτάν).[55][56] Ο Αλέξανδρος τους ακολούθησε ως τα όρια της πόλης και στη συνέχεια έδωσε εντολή ανάπαυσης στα σώματα του στρατού του για το υπόλοιπο της ημέρας.[55][56]
Η πολιορκία της πόλης των Μαλλών
Κατά την έναρξη της πολιορκίας της πόλης των Μαλλών ο Αλέξανδρος διοργάνωσε δύο ξεχωριστές ομάδες, την πρώτη την οποία θα οδηγήσει ο ίδιος και τη δεύτερη υπό την ηγεσία του Περδίκκα. Οι Ινδοί σχεδόν αμέσως υποχώρησαν στην κύρια ακρόπολη της πόλης. Η ακρόπολη ήταν ιδιαίτερα σημαντική, με ισχυρά τείχη διαμέτρου ενός μιλίου περίπου (1.609 μέτρα).[56] Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν σε θέση να παραβιάσει μια από τις πύλες, και με έξυπνο τρόπο του βρέθηκε στο εξωτερικό μέρος των τειχών της ακρόπολης.[56] Στη συνέχεια οι Μακεδόνες άρχισαν να υπονομεύουν την επόμενη σειρά των τειχών. Ο Αλέξανδρος όμως γρήγορα έγινε ανυπόμονος με τον αργό ρυθμό της πολιορκίας και έτσι άρπαξε μια σκάλα και ανέβηκε ο ίδιος.[56][57] Τον ακολουθούσαν μόνο δυο στρατιώτες. Οι υπόλοιποι Μακεδόνες στρατιώτες, νευρικοί για την ασφάλεια του βασιλιά τους, συνωστίζονται στις σκάλες για να ανέλθουν, ώστε να μπορούν να τον προστατεύσουν. Επειδή μαζεύτηκαν πάρα πολλοί από αυτούς σε αυτές, οι σκάλες κατέρρευσαν κάτω από το βάρος τους. Οι Μαλλοί συνειδητοποίησαν ποιος ήταν ο Αλέξανδρος, και εστίασαν τις ενέργειές τους εναντίον του. Πολλοί από τους άνδρες του Αλέξανδρου άπλωσαν τα χέρια τους και του ζητούσαν να πηδήσει κάτω προς αυτούς. προκειμένου να τον πιάσουν στον αέρα.[58] Ο βασιλιάς, ωστόσο, δεν πειθάρχησε. Ο Αλέξανδρος στη συνέχεια πήδησε στον εσωτερικό χώρο της ακρόπολης.[59] Εκεί σκότωσε τον ηγέτη των Μαλλών.[60] Κατά τη διάρκεια αυτής της ενέργειας ο Πευκέστας ο Αλεξάνδρου,[61] ο Λεοννάτος ο Ανταίου[62] κι ο διμοιρίτης Αβρέας[63] αποκόπηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο στην πολιορκούμενη πόλη των Μαλλών και ο Πευκέστας με την ιερή «ασπίδα του Αχιλλέα» προστάτεψε τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών, καθώς ο Αβρέας έπεφτε θανάσιμα χτυπημένος από βέλος. Αλλά ένα άλλο βέλος πέτυχε στο στήθος τον Αλέξανδρο, διαπέρασε τον πνεύμονά του τραυματίζοντάς τον πολύ σοβαρά.[64][65]
Οι Μακεδόνες πίστευαν ότι ο Αλέξανδρος ήταν πλέον νεκρός. Μετά την ολοκλήρωση της εισόδου τους στην πόλη, σχεδίαζαν να σκοτώσουν όλους τους αμυνόμενους προβαίνοντας έτσι σε σκληρή εκδίκηση.
Μετά την πολιορκία
Όταν οι Μακεδόνες έφτασαν στο σημείο όπου βρισκόταν τραυματισμένος ο Αλέξανδρος, μερικοί απ 'αυτούς τον τοποθέτησαν πάνω σε ασπίδα και γρήγορα τον μετέφεραν σε κοντινά ευρισκόμενη σκηνή.[66] Έπρεπε να πραγματοποιηθεί χειρουργική τομή, προκειμένου να αφαιρεθεί το βέλος, ωστόσο όλοι φοβούνταν να κάνουν οι ίδιοι την τομή. Εν τέλει κατέφθασε ο Περδίκκας που προσφέρθηκε να κάνει ο ίδιος την τομή.[67] Τον Αλέξανδρο τελικά χειρούργησε και του αφαίρεσε το βέλος ο Κώος γιατρός Κριτόδημος ή Κριτόβουλος.[68]
Οι στρατιώτες ήταν πολύ ανήσυχοι για την υγεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς πίστευαν ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τους οδηγήσει με ασφάλεια πίσω στο σπίτι.[60][69] Για μερικές μέρες ο ηγέτης κυμαινόταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Το κύριο σώμα του στρατού, τέσσερις ημέρες μακριά από τη θέση του Αλεξάνδρου, είχε ακούσει ότι ήταν νεκρός.[66] Οι φήμες είχαν εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά, και όταν έφταναν αναφορές ότι ήταν ζωντανός και ανακτούσε τις δυνάμεις του, κανείς δεν το πίστευε.[70] Τελικά ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να ανέβει σε σκάφος, από όπου μπορούσε να δει και να τον δουν τα στρατεύματά του.[60] Ωστόσο, η υγεία του ήταν σε τόσο εύθραυστη και κρίσιμη κατάσταση, που αναφέρεται πως κατά τη διάρκεια της πορείας στον ποταμό δεν εκωπηλατείτο το σκάφος, από τον φόβο ότι οι παφλασμοί από τα κουπιά που θα κτυπούσαν το νερό θα μπορούσαν να τον ενοχλήσουν.[71][72]
Κατά την ανάρρωση του Αλεξάνδρου από τον τραυματισμό του κατά την πολιορκία των Μαλλών τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέλαβε ο Ηφαιστίων του Αμύντορα.[73]
Τέσσερις ημέρες αργότερα, οι Μακεδόνες έφτασαν σε μια εύφορη χώρα, που οι ντόπιοι είχαν αφήσει εντελώς έρημη.[74] Ο Αλέξανδρος εδώ ήρθε αντιμέτωπος με ορισμένους από τους κοντινούς συντρόφους του. Του είπαν ότι δεν έπρεπε να εκθέσει τον εαυτό του έτσι απερίσκεπτα στη μάχη.[71] Ο Αλέξανδρος έλαβε την τελική πρόταση υποταγής των Μαλλών, η οποία είχε υποβληθεί μετά την κατάληψη της πρωτεύουσάς τους.
Εκδίωξε τους πρεσβευτές τους μακριά, αλλά αυτοί τελικά επέστρεψαν αργότερα φέρνοντας ως δώρα 300 τέθριππα άρματα (άρματα τεσσάρων αλόγων).[75] Εκτός από αυτά, ο Αλέξανδρος έλαβε επίσης ως δώρα 1.000 ινδικές ασπίδες, κάποιον άγνωστο αριθμό λιονταριών και 100 τάλαντα.[75][76]
Μετά την κατάκτηση των περιοχών αυτών ο Αλέξανδρος διόρισε ως σατράπη των Μαλλών και των Οξυδρακών τον Φίλιππο του Μαχάτα[77]
Στη συνέχεια ανέμενε τον Περδίκκα ενώ υποτάσονταν σε αυτόν διαδοχικά οι Σόγδοι και οι Οσσαδίοι,[78] ενώ εν συνεχεία και οι Μουσικάνοι στην περιοχή των οποίων δημιουργήθηκε μια ακόμη Αλεξάνδρεια πόλη. Σειρά στη διαδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε η περιοχή του ηγέτη Οξικανού.[79]
↑Ο Αβισάρης ήταν βασιλιάς της Αβισάρας, δηλαδή της χώρας των «ορεσίβιων Ινδών» (των σημερινών περιοχών Κασμίρ και Τζαμμού). Επεχείρησε να ενισχύσει τους Ασσακηνούς, όταν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε κατά των πρόσω Ινδών (327 π.Χ.) και στη συνέχεια προσπάθησε να συμμαχήσει με τον Πώρο κατά του Αλεξάνδρου, αλλά μετά την ήττα του πρώτου (326 π.Χ.), έστειλε πρέσβεις με χρήματα και 40 ελέφαντες και έθεσε στη διάθεση του Αλεξάνδρου τον εαυτό του και τη χώρα του. Λίγους μήνες αργότερα, κατά την επιστροφή του Αλεξάνδρου από τον Ύφασι του έστειλε πάλι βασιλικά δώρα και άλλους 30 πολεμικούς ελέφαντες.
↑Ο Μέμνων ο Μακεδών ήταν Μακεδόνας στρατηγός, τον οποίο ο Αλέξανδρος διόρισε υπεύθυνο της Θράκης το 335 π.Χ.. Το 330 π.Χ. αποστάτησε και ο Αντίπατρος κινήθηκε εναντίον του με ισχυρές δυνάμεις. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Άγις να ξεσηκώσει τους Πελοπονήσιους κατά της Μακεδονικής Ηγεμονίας, υποχρεώνοντας τον Αντίπατρο να κλείσει εσπευσμένα το μέτωπο κατά του Μέμνονα και να στραφεί κατά των Σπαρτιατών.
↑ 26,026,126,2Delbruck Hans, The History of the Art of War, volume One, Lincoln, University of Nebraska, isbn=0-8032-6584-0 - Χανς Ντελμπρούκ «Η Ιστορία της Τέχνης του Πολέμου», Λίνκολν, Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, έκδοση του 1990.
↑Ο Πείθων ο Αγήνορα (ή Πίθων) το 325 π.Χ. πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Μαλλών ως ταξιάρχης και στη συνέχεια από κοινού με τον Οξυάρτη ορίσθηκε σατράπης της περιοχής από τη συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό ως τα παράλια της Ινδίας. Του ανατέθηκε να συντρίψει την εξέγερση των Μουσικανών και κάθε άλλη αντίσταση καθώς και να αστικοποιήσει την περιοχή ως τα Πάταλα. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έγινε σατράπης της Μηδίας.
↑Ο Πείθων του Κρατεύα, που καταγόταν από τις Αλκομενές της Εορδαίας, ήταν τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη (326 π.Χ.) και ένας από τους βασιλικους σωματοφύλακες (325). Την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323 π.χ.) συμμετείχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από τον ναό του Σαράπιδος στη Βαβυλώνα.
↑Ο Δημήτριος ο Αλθαιμένη στη μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.) ήταν ίλαρχος μίας από τις βασιλικές ίλες. Το 327 π.Χ. ήταν ιππάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Το 326 π.Χ. πολέμησε με την ιππαρχία του στη μάχη του Υδάσπη και υπό τις διαταγές του Ηφαιστίωνα εισέβαλε στη χώρα του αποστάτη Πώρου. Επίσης πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις στη χώρα των Μαλλών (325π.Χ.).
↑Ο Νέαρχος του Ανδροτίμου καταγόταν από την Κρήτη, αλλά κατοικούσε στην Αμφίπολη και ήταν Μακεδόνας πολίτης. Ήταν παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου, ανάμεσα σ’ εκείνους που εξορίστηκαν από τον Φίλιππο μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο (337 π.Χ.). Στη διάρκεια της εκστρατείας ο Αλέξανδρος τίμησε όλους όσους εξορίστηκαν τότε για χάρη του και ο Νέαρχος έγινε σατράπης της Λυκίας (333 π.Χ.). Το 329 π.Χ. παρουσιάσθηκε στα Βάκτρα επικεφαλής σώματος Ελλήνων μισθοφόρων. Στις επιχειρήσεις της Ινδίας (327 π.Χ. – 326 π.Χ.) ήταν χιλίαρχος των υπασπιστών. Στην κάθοδο των πλωτών ποταμών της Ινδίας ως το δέλτα του Ινδού ορίστηκε ναύαρχος του ποτάμιου στόλου και το φθινόπωρο του 325 π.Χ. άρχισε κατά διαταγή του Αλεξάνδρου τον παράπλου της Μεγάλης Θάλασσας. Την άνοιξη του 324 π.Χ. συναντήθηκε με τη στρατιά στα Σούσα, όπου έγιναν λαμπρές τελετές. Εκεί στεφανώθηκε (=παρασημοφορήθηκε) από τον Αλέξανδρο με χρυσό στεφάνι και στον ομαδικό γάμο παντρεύτηκε την κόρη του Μέντορα και της Βαρσίνης. Ορίστηκε ναύαρχος του στόλου στην εκστρατεία κατά των Αράβων, που ετοίμαζε ο Αλέξανδρος και δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του θανάτου του (323π.Χ.). Ήταν επίσης ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
↑Ο Πτολεμαίος ο Λάγου ήταν εταίρος από την Πέλλα και παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Το 328 ο Πτολεμαίος διοικούσε ένα από τα πέντε τμήματα της στρατιάς, που σάρωσαν τη Σογδιανή. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Πέτρας του Χοριήνη, στην υποταγή της πρόσω Ινδίας, στην Πολιορκία της Αόρνου Πέτρας (327 π.Χ.), στη Μάχη του Υδάσπη (326π.Χ.) και στην Πολιορκία των Σαγγάλων. Κατά την κάθοδο από τον Υδάσπη στη Μεγάλη Θάλασσα ήταν τριήραρχος και διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς. Σύμφωνα με τη δική του εξιστόρηση δεν πήρε μέρος στην πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όπου τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα ο Αλέξανδρος (325π.Χ.), διότι «διοικούσε άλλο στρατιωτικό τμήμα και πολεμούσε αλλού, εναντίον άλλων βαρβάρων».
↑Ο Πευκέστας ο Αλεξάνδρου ήταν υπασπιστής από τη Μίεζα, που μετέφερε την ιερή ασπίδα του Αλεξάνδρου. Αυτή η ασπίδα εθεωρείτο ότι ήταν ανάθημα από την εποχή του Τρωικού πολέμου στον ναό της Τρωάδος Αθηνάς, απ’ όπου την πήρε ο Αλέξανδρος (334 π.Χ.). Το 325 π.Χ. ο Πευκέστας ο Αλεξάνδρου, ο Λεοννάτος ο Ανταίου κι ο διμοιρίτης Αβρέας αποκόπηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο στην πολιορκούμενη πόλη των Μαλλών και ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα προστάτεψε τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγο αργότερα στην Καρμανία ο Αλέξανδρος τον προήγαγε τιμητικά σε σωματοφύλακα και στις αρχές του 324 π.Χ. τον εγκατέστησε στην Περσέπολη ως διοικητή της Περσίδας. Ο Πευκέστας αποδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της ανάμιξης των πολιτισμών, φόρεσε μηδική ενδυμασία, έμαθε περσικά και υιοθέτησε όλα τα περσικά έθιμα. Έκτιμώντας όλη την προσφορά του στους εορτασμούς στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι. Κατά την προετοιμασία της εκστρατείας στην Αραβία ο Πευκέστας έφτασε στη Βαβυλώνα επικεφαλής 20.000 Περσών και αρκετών Κοσσαίων και Ταπούρων. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από τον Σάραπι την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου. Διατήρησε τη θέση του στην Περσέπολη και μετά το 321 π.Χ.
↑Ο Λεοννάτος ο Ανταίου ήταν εταίρος από την Πέλλα και ένας από τους επικεφαλής των σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336 π.Χ.). Μετά τη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.) ο Αλέξανδρος τον έστειλε να καθησύχασει την οικογένεια του Δαρείου, την οποία εγκατέλειψε φεύγοντας. Πρωταγωνίστησε στην υποταγή της πρόσω Ινδίας (327 π.Χ.-326 π.Χ.) και τραυματίσθηκε κατά τη διάρκεια μιάς πολιορκίας. Το 325 π.Χ. μαζί με τον διμοιρίτη Αβρέα και τον υπασπιστή Πευκέστα, ήταν οι μόνοι που πρόλαβαν να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο μέσα από τα τείχη των πόλης των Μαλλών. Αφού σκοτώθηκε ο Αβρέας, ο Λεοννάτος με τον Πευκέστα, που κρατούσε την ιερή ασπίδα από την Τροία, προστάτεψαν τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγους μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος τον άφησε στη χώρα των Ωρειτών, για να την υποτάξει και για να συγκεντρώσει εφόδια για τον στόλο. Ο Λεοννάτος συνέτριψε τις δυνάμεις των Ωρειτών και των συμμάχων τους με ελάχιστες απώλειες και παρέδωσε στον Νέαρχο εφόδια για 10 ημέρες. Δεν συμφωνούσε με την προσκύνηση και σε κάποιο συμπόσιο, βλέποντας έναν Πέρση να προσκυνά, εκφράσθηκε χλευαστικά με αποτέλεσμα να προκαλέσει την πρόσκαιρη οργή του Αλεξάνδρου. Το 324 π.Χ. στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι για την όλη δράση του στην Ινδία. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος (323 π.Χ.) ήταν ιππάρχης και ορίσθηκε μαζί με τον Περδίκκα κηδεμόνας του μελλογέννητου Αλεξάνδρου Δ΄. Κατά τη διανομή του κράτους πήρε τη σατραπεία της Ελλησποντικής Φρυγίας, που είχε μεγάλη στρατηγική σημαία. Συμμάχησε με τον Αντίπατρο και τον Κρατερό κατά του Λεωσθένη και σκοτώθηκε το 322 π.Χ. στη μάχη της Λαμίας.
↑Ο Αβρέας ήταν διμοιρίτης, που αναφέρεται μόνο από τον Αρριανό (6.9.3 & 6.10.1-2). Στην πολιορκία της ανώνυμης πόλης των Μαλλών, όπου ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα, ο βασιλιάς, ο Λεοννάτος και ο Πευκέστας ανέβηκαν στα τείχη από την ίδια κλίμακα (=σκάλα) και ο Αβρέας από μίαν άλλη. Σχεδόν μόλις πάτησε το πόδι του στα τείχη, ο Αβρέας χτυπήθηκε από ένα ινδικό βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε.
↑Ο Κριτόδημος ή Κριτόβουλος κατά τον Αρριανό ήταν Κώος γιατρός από το γένος των Ασκληπιαδών. Χειρούργησε τον Αλέξανδρο και του αφαίρεσε το βέλος, που τον είχε χτυπήσει στο στήθος όταν πολιόρκησε την πόλη των Μαλλών (325 π.Χ.). Ο Κούρτιος (9.5.25) τον αναφέρει ως Κριτόβουλο και ο Πλίνιος (Ν.Η.7.37) αναφέρει ότι στην Αυλή του Φιλίππου υπηρετούσε κάποιος Κριτόβουλος χειρουργός εξαιρετικής ικανότητας. Επίσης ο Αρριανός (Ινδική 18.7) αναφέρει ως τριήραρχο στον Ινδό κάποιον Κριτόβουλο του Πλάτωνα από την Κω, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ο γιατρός του Αλεξάνδρου.
↑Ο Ηφαιστίων του Αμύντορα ήταν εταίρος από την Πέλλα και ο καλύτερος, πιό έμπιστος φίλος, περίπου συνομήλικος και σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου. Ήταν από τους σημαντικότερους διοικητές στις επιχειρήσεις της Ινδίας, τριήραρχος κατά την κάθοδο των ποταμών (326 π.Χ.) και κατά την ανάρρωση του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (325 π.Χ.) διοικούσε όλες τις χερσαίες δυνάμεις.
↑Ο Φίλιππος του Μαχάτα έλαβε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Πολέμησε στη μάχη του Γρανικού (334) και ως ταξιάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Ανέλαβε φρούραρχος της Πευκελαώτιδας (327) και μετά σατράπης της περιοχής μεταξύ Ινδού και Βακτρίας. Όταν επαναστάτησαν οι Ασσακηνοί, τους υπέταξε ξανά. Συμμετέσχε στην κάθοδο της στρατιάς από τον Υδάσπη ως τη Μεγάλη Θάλασσα (326 π.Χ.-325 π.Χ.) και ο Αλέξανδρος τον διόρισε σατράπη των Μαλλών και των Οξυδρακών. Το 325 π.Χ. τον δολοφόνησαν οι μισθοφόροι της φρουράς του.
Rufus, Quntus Curtius. The History of the Life and Reign of Alexander the Great. London: S. Bagster. OCLC457392990. - Κουίντος Κούρτιος Ρούφος «Η Ιστορία της ζωής και της βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου», Λονδίνο, S. Bagster OCLC 457.392.990.
Μελέτες και βοηθήματα
Delbruck, Hans (1990). The History of the Art of War. One. Lincoln: University of Nebraska. ISBN0-8032-6584-0. - Χανς Ντελμπρούκ «Η Ιστορία της Τέχνης του Πολέμου», Λίνκολν, Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, έκδοση του 1990.
Dodge, Theodore (1890). Alexander. New York: Da Capo Press. σελίδες 592–608. - Θίοντορ Ντοντζγκ «Αλέξανδρος», Νέα Υόρκη, Εκδοτικός οίκος: Da Capo Press, σελ. 592-608. Έκδοση του 1890.
Wheeler, Benjamin (1900). Alexander the Great. New York: G.B. Putnam & Sons. OCLC458978001. - Μπέντζαμιν Γιίλερ «Μέγας Αλέξανδρος», Νέα Υόρκη, Εκδοτικός οίκος: GB Putnam & Sons. OCLC 458978001. έκδοση του 1900.