ΩρεοίΣυντεταγμένες: 38°57′0.0″N 23°5′30.1″E / 38.950000°N 23.091694°E
Οι Ωρεοί είναι χωριό της Βόρειας Εύβοιας. Έχει υψόμετρο 10 μέτρα και βρίσκεται 5 χιλιόμετρα δυτικά της Ιστιαίας, στις ακτές του ομώνυμου όρμου στον Δίαυλο Ωρεών. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την πρώτη διοικητική διαίρεση οι Ωρεοί ανήκαν στον δήμο Ιστιαίων όπου παρέμειναν μέχρι το 1912 οπότε αναγνωρίστηκαν ως κοινότητα Ωρεών. Το 1997 σύμφωνα με το Σχέδιο Καποδίστριας έγιναν έδρα του ομώνυμου δήμου που περιλάμβανε τους Ωρεούς, τον Ταξιάρχη, τον Νέο Πύργο και την Καστανιώτισσα. Από το 2011, με το πρόγραμμα Καλλικράτης, αποτελούν δημοτική ενότητα του δήμου Ιστιαίας-Αιδηψού της περιφερειακής ενότητας Εύβοιας στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας ΤοπωνύμιοΥπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εκδοχές για την προέλευση του ονόματος «Ωρεοί». Πιθανά να προέρχεται από τη λέξη ώρα-ώρη που σημαίνει φροντίδα, μέριμνα και το ρήμα ωρεύω που σημαίνει φροντίζω κάποιον, που κατά παρετυμολογία έγινε ωρεώ-ωρεός που σημαίνει επιβλέπω. Ίσως το όνομα να δόθηκε από την δυναστεία των Ωρεών ή από τον πρώτο βασιλιά τον Ωρεό, αδελφό της Ιστιαίας. Ίσως να προήλθε από παρετυμολογία της λέξης Ωρέους που κάποιοι έγραφαν Ωραίους γιατί θεωρούσαν και έλεγαν : «Οι τόποι μας είναι ωραίοι». Ιστορία
Οι Ωρεοί μαζί με την Ιστιαία αποτελούν τις σημαντικότερες ιστορικές πόλεις της Βόρειας Εύβοιας. Είχαν στενές σχέσεις μεταξύ τους και η περίπου ίδια ιστορία τους χάνεται στους αιώνες.[1] Πολλά είναι τα γεγονότα που αναφέρονται από ιστορικούς για την πόλη των Ωρεών. Η μεγαλύτερη ακμή του αρχαίου Ωρεού αρχίζει το 446 όταν οι Αθηναίοι κατέστρεψαν την Ιστιαία επειδή είχε αποστατήσει από την Αθηναϊκή Συμμαχία και ανάγκασαν τους κατοίκους της σε εκπατρισμό. Στη συνέχεια προχώρησαν στην εγκατάσταση σε αυτή 2.000 κληρούχων από την Αττική και άλλες περιοχές της Εύβοιας και την μετονόμασαν σε Ωρεούς ή Ωρεός. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο επέστρεψαν οι πρώτοι κάτοικοι.[2] Επίσης το 446 αναφέρεται ως έτος ίδρυσης των Ωρεών μετά την καταστροφή της Ιστιαίας.[3] Το 397 π.Χ. ανατράπηκε, με τη βοήθεια Αθηναίων και Θηβαίων, το ολιγαρχικό καθεστώς που είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες. Η Ωρεός έγινε πεδίο συγκρούσεων την περίοδο των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Το 313 ο Κάσσανδρος πολιόρκησε την Ωρεό επιδιώκοντας με την άλωση της να αποτρέψει την είσοδο του αντιπάλου του Αντίγονου στον Ευβοϊκό κόλπο. Πολλά είναι τα γεγονότα που είχαν σχέση με την Ωρεό κατά την περίοδο των πολέμων Ρωμαίων και Φιλίππου Ε΄της Μακεδονίας. Οι Ρωμαίοι με τον ανθύπατο Σουλπίκιο και τον βασιλιά της Περγάμου Άτταλο έπλευσαν από τη Σκόπελο προς την Ωρεό με ισχυρό στόλο. Η επιτυχία των Ρωμαίων ήταν εύκολη, αφού πολλοί από τους κατοίκους ήταν φιλικοί με τους Ρωμαίους. Αργότερα έγινε ξανά επίθεση από τους Ρωμαίους και τον Άτταλο. Αυτή την φορά έκαναν επίθεση από αντίθετες πλευρές εναντίον της Ωρεό και την κυρίευσαν χρησιμοποιώντας καταπέλτες και κριούς. Ο επικεφαλής των Ρωμαίων, σε αυτή την επίθεση ήταν ο Οτίλιος Τάπππουλος, που αντάμειψε το σύμμαχό του παραχωρώντας του την πόλη. Ο Άτταλος πήρε τότε ως λάφυρα αγάλματα που κοσμούσαν την Ωρεό και τα μετέφερε στην Πέργαμο, όπου και τα έστησε σε ανάμνηση της νίκης του στην Εύβοια. Το 208 ανακαταλήφθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας αλλά μετά τη μάχη στη θέση «Κυνός Κεφαλές» το 197 παραδόθηκε, όπως και ολόκληρη η Εύβοια, στους Ρωμαίους. Το 196 π.Χ η Ρωμαϊκή Συγκλητος αποφάσισε η πόλη της Ωρεού να παραμείνει ανεξάρτητη και το 194 π.Χ ο ύπατος Φλαμινίνος απέσυρε τη φρουρά από την πόλη. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ωρεό έγινε ισχυρή ναυτική βάση των Ρωμαίων. Μετά την άλωση της Χαλκίδας από τον Μωάμεθ η Ωρεός θα περάσει στους Τούρκους μέχρι την απελευθέρωση το 1833. Τελευταίος Τούρκος ιδιοκτήτης φέρεται ο Χασάν μπέης, ο οποίος δεν πούλησε το χωριό στους κατοίκους του, όπως οι άλλοι ομοεθνείς του. Το πιο πιθανό είναι να πουλήθηκε μετά το 1850 και μάλιστα τμηματικώς. Το λιμάνι των Ωρεών στον πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 ήταν η κύρια βάση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Αξιοθέατα
Ο «Ταύρος των Ωρεών» βρέθηκε τον Αύγουστο του 1965, στη θάλασσα, κατά τη διάρκεια εργασιών επέκτασης του λιμανιού, μεταξύ του λιμανιού και του εργοταξίου Κουκούλη, στο μέσον περίπου της απόστασης, μέρος δε αυτού εξείχε από την άμμο και επάνω στο μέρος αυτό χτυπούσαν τα χταπόδια επί δεκαετίες, αγνοώντας περί τίνος επρόκειτο. Η τοποθέτηση του στο βάθρο ολοκληρώθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1966. Πρόκειται για ένα ολόγλυφο ανάθημα φυσικού μεγέθους που παριστάνει ταύρο σε στάση επίθεσης. Είναι κατασκευασμένος από λευκό πεντελικό μάρμαρο και ζυγίζει περίπου 4,8 τόνους. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο και βάρος γλυπτά που έχουν βρεθεί στον ελλαδικό χώρο. Ο αρχαίος γλύπτης επεξεργάστηκε έναν αρχικό όγκο μαρμάρου περίπου 8 τόνων. Οι διαστάσεις του γλυπτού είναι 3,20 μ μήκος, σωζόμενο ύψος 1,30 μ και πλάτος 0,75 μ. Οι διαστάσεις του βάθρου είναι 3,20μ μήκος, 1,30 μ ύψος και 1,15 μ πλάτος. Η πίσω αθέατη πλευρά του ταύρου είναι ημίεργη. Το λιμάνι των Ωρεών είναι το δεύτερο πιο οργανωμένο λιμάνι της Εύβοιας, μετά από αυτό της Χαλκίδας, και αποτελεί ασφαλή σταθμό για εκατοντάδες αλιευτικά, ιστιοπλοϊκά και ιδιωτικά γιοτ. Το τουριστικό αγκυροβόλιο παρέχει με χρέωση ελλιμενισμό, νερό και ρεύμα στα σκάφη. Στον λόφο των Ωρεών, βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου. Ο μύθος λέει πως ο λόφος είναι τεχνητός, κατασκευασμένος από χιλιάδες ανθρώπους που για πολλά χρόνια κουβαλούσαν χώμα στην περιοχή. Επίσης, γίνεται λόγος για μυστικές εισόδους και υπόγειες σήραγγες που οδηγούν σε εξόδους που βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά. Το κάστρο χτίστηκε πάνω στα τείχη της κλασικής ακρόπολης. Επισκευάστηκε κατά την βυζαντινή περίοδο, πιθανόν την εποχή των Κομνηνών (12ος αιώνας) κατά την οποία παρατηρείται μεγάλη προσπάθεια για ενίσχυση των οχυρώσεων σε κομβικά θαλάσσια σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Τα περισσότερα εμφανή σημερινά κατάλοιπα ανήκουν στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, ενώ χρησιμοποιήθηκε και από τους Οθωμανούς. Η είσοδος του κάστρου βρισκόταν στην ΝΔ γωνία. Στη νότια πλευρά σώζονται υπέργεια μεσαιωνικά ερείπια με εμφανή τα κατάλοιπα δυο τετράπλευρων πύργων. Το 1275 ο ιππότης Λικάριος το χρησιμοποίησε σαν προπύργιο των επαναστατικών του κινήσεων κατά των Φράγκων. Σήμερα ελάχιστα τμήματα έχουν παραμείνει αφού τα τείχη αποτέλεσαν πηγή οικοδομικού υλικού για εκατοντάδες χρόνια. Νοτιοδυτικά του κάστρου και στο άμεσο περιβάλλον του, βρίσκεται η μονόχωρη, με νεώτερες επεμβάσεις, μεταβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Η ανασκαφή του 1954 έφερε στο φως ένα ναΰδριο με τοιχογραφίες σημαντικά αλλοιωμένες, μαρμάρινους κίονες, βυζαντινούς σταυρούς, μια μονολιθική τράπεζα, λείψανα, κοσμήματα, τμήμα λευκού βράχου με μια ανθρώπινη πατημασιά και μια μεγάλη λάρνακα «κοινού τάφου επτά τεθνεώτων» η οποία περιείχε χριστιανικά πήλινα αντικείμενα, ένα δαχτυλίδι και μερικά δοχεία. Επίσης, βρέθηκε και μια φθαρμένη πήλινη εικόνα στην οποία σώζεται τμήμα φωτοστέφανου και προσώπου. Φωτοθήκη
Παραπομπές
Πηγές
|